Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

χαιρετώ

  • 21 кивать

    ρ.δ.
    1. χαιρετώ με κλίση του κεφαλιού.
    2. γνέφω, γνεύω.
    3. κουνώ το κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > кивать

  • 22 кланяться

    -яюсь, -яешься
    ρ.δ.
    1. υποκλίνομαι, χαιρετώ με υπόκλιση•

    артисты -лись перед зрителями οι ηθοποιοί υποκλίνονταν στους θεατές•

    кланяться в пояс κάνω βαθιά υπόκλιση•

    земно -яюсь κάνω εδαφιαία υπόκλιση.

    2. μεταδίνω, μεταφέρω χαιρετισμό•

    -йтесь ему от мени μεταδόστε του τους χαιρετισμούς μου ή τα σέβη μου.

    3. παρακαλώ ταπεινωτικά, προσκυνώ, φιλώ τα πόδια•

    не стЈну перед ним -δε θα τον προσκυνήσω.

    4. προσφέρω δώρο για να καλοπιάσω κάποιον.
    εκφρ.
    честь имею -παλ. αποχαιρετώ με υπόκλιση (έχω την τιμή να υποκλιθώ).

    Большой русско-греческий словарь > кланяться

  • 23 козырёк

    рька α.
    1. γείσος καπέλου.
    2. γείσος στέγης και κάθε άλλης εξοχής.
    εκφρ.
    взять (брать) под -; сделать (делать) под - – χαιρετώ στρατιωτικά (φέροντας το χέρι στο γείσο).

    Большой русско-греческий словарь > козырёк

  • 24 козырять

    ρ.δ.
    1. βγαίνω με ατού.
    2. περηφανεύομαι, καυχιέμαι, μεγαλαυχώ.
    ρ.δ. χαιρετώ στρατιωτικά (με το χέρι στο γείσο).

    Большой русско-греческий словарь > козырять

  • 25 наздравствоваться

    -ствую, -ствуешь
    ρ.σ. (απλ.) χαιρετώ, χαιρετιέμαι, λέγω γεια σου.
    εκφρ.
    на всякое чиханье ή на всякий чих не -ствуешьсяπαρμ. μη δίνεις σημ. στάλε γόμενά του, άς τον να λέει.

    Большой русско-греческий словарь > наздравствоваться

  • 26 откозырять

    ρ.σ. αντιβγαίνω με ατού.
    ρ.σ. χαιρετώ στρατιωτικά.

    Большой русско-греческий словарь > откозырять

  • 27 почтение

    ουδ.
    σέβας, σεβασμός• υπόληψη•

    с -ем με υπόληψη ή με εκτίμηση.

    εκφρ.
    моё почтение – τα σέβη μου (κατά τον αποχαιρετισμό)•
    моё почтение – (ως κατηγ.) υποκλίνομαι (θαυμάζω, αναγνωρίζω, παραδέχομαι)•
    с совершнным (глубоким, нижайшим) -емπαλ. υποβάλλω τα σέβη μου, προσκυνώ, χαιρετώ ευσεβάστως, υποκλίνομαι βαθιά (στο τέλος των επιστολών).

    Большой русско-греческий словарь > почтение

  • 28 приветить

    -вечу, -ветишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (παλ. κ. απλ.).
    1. φέρνομαι φιλόφρονα, πρόσχαρα.
    2. χαιρετώ.

    Большой русско-греческий словарь > приветить

  • 29 приветствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.μ.
    1. (στον παρλθ. χρ. είναι δ.κ.σ.) χαιρετώ, -τιζω απευθύνω χαιρετισμό. || προσφωνώ. || επευφημώ.
    2. μτφ. εγκρίνω, επιδοκιμάζω•

    инициативу товарища χαιρετίζω την πρωτοβουλία του συντρόφου•

    Большой русско-греческий словарь > приветствовать

  • 30 расшаркаться

    ρ.σ.
    1. υποκλίνομαι, χαιρετώ με υπόκλιση.
    2. μτφ. δουλοφρονώ•

    расшаркаться перед начальством έρπω προ των ανωτέρων (προϊσταμένων).

    Большой русско-греческий словарь > расшаркаться

  • 31 чело

    -а, πλθ. чла, чл ουδ.
    1. παλ. μέτωπο προσώπου.
    2. το εξωτερικό στόμιο της ρωσικής θερμάστρας.
    3. οπή τροφοδότησης της της καμίνου.
    εκφρ.
    бить, ударить -ом кому – α) υποκλίνομαι, σε κάποιον, χαιρετώ με υπόκλιση, β) παρακαλώ κάποιον για κάτι. γ) υπερευχαριστώ, ευγνωμονώ κάποιον για κάτι•
    в - – Θ
    επικεφαλής.

    Большой русско-греческий словарь > чело

  • 32 честь

    θ.
    1. τιμή•

    дело честьи ζήτημα τιμής•

    клясться -ью ορκίζομαι στην τιμή μου•

    долг -и καθήκο τιμής•

    задеть чью-н. честь θίγω την τιμή κάποιου.

    || υπερηφάνεια, καύχημα, καμάρι•

    этот студент честь честь нашего института αυτός ο φοιτητής είναι η τιμή του Ινστιτούτου μας.

    || (για γυναίκες) αγνότητα• παρθενικότητα.
    2. σεβασμός•

    это для меня большая честь αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή.

    εκφρ.
    в честь – προς τιμή, σε ένδειξη τιμής ή σεβασμού•
    быть в -и – τιμούμαι•
    не сыть в -и – δεν τιμούμαι•
    из -и – ένεκα τιμής•
    к –и – προς τιμή•
    по -и – α) τίμια• έντιμα, β) ειλικρινά, με συνείδηση (καλά)•
    с -ью сделать что – κάνω κάτι με συνείδηση (εξαιρετικά καλό)•
    честь -ью ή честь почестьи – όπως πρέπει, όπως αρμόζει, όπως χρειάζεται•
    - ью (сделать что) – από καλή θέληση, προαιρετικά (κάνω κάτι)•
    иметь честь быть ваш... – έχω την τιμή να είμαι δικός σας...•
    отдать честь – α) στρατ. χαιρετώ, β) παρουσιάσω όπλα. γ) προτιμώ•
    считать ή поставить за честь что – θεωρώ τιμή μου•
    выйти с -ью из чего – βγαίνω έντιμα (από δύσκολη κατάσταση)•
    полечестьи – το πεδίο της τιμής (της μάχης)- судчестьи δικαστήριο τιμής•
    была бы -предложена – αδιαφορώ, μου είναι αδιάφορο (να δεχτώ πρόταση, να συμφωνήσω κλπ.)•
    ваша (его, твоя, их) честь – η εντιμότητα σας (του, σου, τους)•
    принадлежишь честь кому – ανήκει η τιμή σε κάποιον (για εφεύρεση, δημιουργία κ.τ.τ.)•
    честь к место кому παλ. – τιμή και θέση (παράκληση κατάληψης τιμητικής θέσης).
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    παλ. θεωρώ, εκλαμβάνω, παίρνω, λογαριάζω.
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    (παλ. κ. διαλκ.) διαβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > честь

См. также в других словарях:

  • χαιρετώ — και χαιρετάω βλ. χαιρετίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαιρετώ — χαιρετάω / χαιρετώ, χαιρέτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαιρετώ — άω, Ν 1. χαιρετίζω, απευθύνω χαιρετισμό σε κάποιον («να χαιρετάς την κλεφτουριά») 2. φρ. «χαιρέτα μου τον πλάτανο» α) λες ανοησίες ή ασυναρτησίες β) λέγεται σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης τών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. εχαιρέτισα τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • χαιρέτω — χαίρω rejoice pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακριβοχαιρετώ — χαιρετώ εγκάρδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + χαιρετώ] …   Dictionary of Greek

  • αποχαιρετίζω — κ. χαιρετώ (AM ἀποχαιρετίζω κ. χαιρετῶ, άω) 1. χαιρετώ κάποιον που φεύγει 2. χαιρετώ προκειμένου ν αναχωρήσω ή ν αποχωρήσω για ύπνο νεοελλ. 1. εγκαταλείπω ή χάνω κάτι για πάντα 2. χαιρετώ ή ασπάζομαι κάποιον νεκρό ή τον οποίο θεωρώ νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

  • αντιχαιρετίζω — κ. χαιρετώ ( άω) (Μ ἀντιχαιρετίζω) ανταποδίδω χαιρετισμό …   Dictionary of Greek

  • ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι …   Dictionary of Greek

  • αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοχαιρετώ — ( άω) και γλυκοχαιρετίζω χαιρετώ με τρυφερότητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»