-
1 χῆτις
χῆτις, ἡ, Tim. lex. Plat., od. χῆτος, εος, τό, Mangel, Bedürfniß (es scheint übh. nur der dat. vorzukommen, außer bei den Gramm.); χήτεϊ τοιοῦδ' ἀνδρός, aus Mangel od. Entbehrung eines solchen Mannes, Il. 6, 463, wie χήτεϊ τοιοῠδ' υἷος 19, 324; χήτει ἐνευναίων Od. 16, 35; χήτεϊ λαῶν H. h. Apoll. 78; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 887; χήτεϊ συμμάχων Her. 9, 11; ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις χήτεϊ οἰκείων κοσμούμενον Plat. Phaedr. 239 d; öfter bei Sp., s. Ruhnk. zu Tim. p. 275.
См. также в других словарях:
χήτις — ήτεως, ἡ, Α (μόνο στην δοτ. χήτει και ιων. τ. χήτι) έλλειψη, ένδεια, στέρηση («ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ σχήμασιν χήτει οἰκείων κοσμούμενον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. ο οποίος ανάγεται στο ρ. χατέω, εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν… … Dictionary of Greek