-
1 Γίγας
Aὑπέρθυμοι Od.7.59
; Κύκλωπές τε καὶ ἄγρια φῦλα Γιγάντων ib. 206; οὐκ ἄνδρεσσιν ἐοικότεςἀλλὰ Γίγασιν 10.120
;γ. γηγενέται Hes.Th. 185
, cf. E.Ph. 128 (lyr.); of Capaneus, A.Th. 424.II as Adj., mighty (γίγαντος· μεγάλου, ἰσχυροῦ, ὑπερφυοῦς, Hsch.),Ζεφύρου γίγαντος αὔρᾳ Id.Ag.692
(lyr.), cf. Eurytus ( PLG3.639). -
2 θεημάχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεημάχος
-
3 φῦλον
A race, tribe, or class,οὔ ποτε φ. ὁμοῖον ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων Il.5.441
;γυναικῶν φῦλον Hes.Th. 1021
; θεῶν ἐς φῦλον ib. 202, cf. 965, Op. 199:φῦλον ἀοιδῶν Od.8.481
: in [dialect] Ep. more freq. in pl., φῦλα ἀνθρώπων, θεῶν, Il. 14.361, 15.54; φῦλα γυναικῶν, ἐπικούρων, Γιγάντων, 9.130, 17.220, Od.7.206;ἄγρια φῦλα, μυίας Il.19.30
; φῦλα μελισσέων, of a swarm of bees, Hes. Fr.14.5; in later Poets and Prose usu. in sg. (but pl.,φ. ποικίλα θηρῶν Ar.Av. 777
(lyr.); φῦλα πόντου, of fishes, E.Fr.27 (lyr.)),φ. ματαιότατον Pi.P.3.21
;ἓν φ. ἀνθρώπων S.Fr.591.1
(lyr.); τὸ ἄλλο φ. the rest of the people, Id.OT19; φῦλον ὀρνίθων the race of birds, Id.Ant. 342 (lyr.), cf. Ar.Av. 231, 253 (both lyr.): πτηνῶν ib. 1088 (lyr.);τὸ πτηνὸν φ. Pl.Sph. 220b
;τὸ κηρυκικὸν φ. Id.Plt. 260d
, cf. Cra. 398e; τὸ φ... οὐ.. ῥᾷστον συλλαβεῖν τί ποτ' ἐστίν, ὁ σοφιστής the sophist tribe, Id.Sph. 218c; κατὰ Ὅμηρον καὶ Ἡράκλειτον καὶ πᾶν τὸ τοιοῦτον φ. and all the tribe of them, Id.Tht. 160d;φ. ἀμφορεαφόρων Eup.187
; φ. βουλευτικόν, = Lat. ordo senatorius, D.C.59.9: metaph.,φ. τῶν ἡδονῶν Luc.Nigr.16
.II nation,φῦλα Πελασγῶν Il.2.840
; κελαινὸν φ., of the Aethiopians, A.Pr. 808, cf. Supp. 544 (lyr.);βάρβαρα φ. E.IT 887
(lyr.);Σύρους, φῦλον πάμπολυ X.Cyr.1.5.2
;πολεμικώτατα φ. Plu.Sull.29
.
См. также в других словарях:
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Ακράγας ή Ακράγαντας — Αρχαία ελληνική πόλη της Σικελίας. Στην τοποθεσία της βρίσκεται σήμερα η πόλη Αγκριτζέντο (Agrigento, 52.900 κάτ. το 2002). Αποτελεί πρωτεύουσα επαρχίας, χτισμένη σε λόφο που δεσπόζει στη θάλασσα, περίπου 4 χλμ. από τη νότια ακτή του νησιού, όπου … Dictionary of Greek
Γαλατία — I (λατ. Gallia). Ονομασία που έδωσαν οι Ρωμαίοι στις χώρες όπου κατοικούσαν τα κελτικά φύλα των Γαλατών τόσο στη δυτική Ευρώπη (μεταξύ Ρήνου, Ατλαντικού ωκεανού, Πυρηναίων, Μεσογείου και Άλπεων), τη λεγόμενη εκείθεν των Άλπεων Γ. (Gallia… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek