-
1 бутылка
-
2 фляжный
επ.της φιάλης•-ая пробка βούλωμα φιάλης•
-ое молоко γάλα από φιάλη (περιεχόμενο σε φιάλη).
-
3 баллон
1. (ёмкость) το δοχείο, η φιάλη- κινδύνουпротивопожарный ав. - της πυρόσβεσηςпусковой ав. - εκκίνησης2. (часть электровакуумного прибора) о βολβ/ός, το περίβλημα 3. (шина автомобиля) о αεροθάλαμος 4. (аэростата) η αερόσφαιρα (του αερόστατου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баллон
-
4 батометр
ο δειγματολήπτης του ύδατος, η φιάλη δειγματοληψίας του ύδατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > батометр
-
5 бутылка
η φιάλη, το μπουκάλιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бутылка
-
6 бутыль
(тара) η μεγάλη φιάλη, η μπουκάλα, η νταμιτζάνα, η γυάλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бутыль
-
7 газобаллон
η φιάλη, το δοχείο (αερίων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газобаллон
-
8 закупоривать
1. (засорять) εμφράζω, βουλώνω (με ξένα σώματα) 2. (герметизиро-вать) στεγανοποιώ, κλείνω ερμητικά 3. (напр. бутылку) κλείνω/ταπώνω (π χ. τη φιάλη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закупоривать
-
9 капельница
1. (пузырёк с приспособлением для отсчитывания капель) η φιάλη με το σταγονόμετροразг. о ορός2. (пипетка) το σταγονόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > капельница
-
10 сигнатура
1. полигр. (порядковый номер печатного листа) το υποσέλιδο 2. фарм. η οδηγία, η επιγραφή (του φαρμάκου, κολλημένη πάνω στη φιάλη/στο μπουκάλι/στη συσκευασία).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сигнатура
-
11 склянка
(сосуд) το φιαλίδιο, η φιάληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склянка
-
12 бутылка
буты́л||каж τό μπουκάλι, ἡ φιάλη, ἡ μποτίλια. -
13 бутыль
бутыльж ἡ μπουκάλα, ἡ μεγάλη φιάλη/ ἡ νταμιζάνα (оплетенная). -
14 склянка
склянк||аж1. τό φιαλίδιο[ν], ἡ φιάλη·2. мор. τό ἡμίωρο[ν], ἡ μισή ὠρα· бнть \склянкаи σημαίνω τήν ὠρα -
15 aqualung
(an apparatus worn by divers on their backs which supplies them with oxygen to breathe.) συσκευή ή φιάλη (οξυγόνου) αυτοκατάδυσης -
16 bottle
-
17 cylinder
['silində]1) (a solid shape or object with a circular base and top and straight sides.) κύλινδρος2) (any of several pieces of machinery of this shape, solid or hollow: The brake cylinder of his car is leaking.) κυλινδρικό εξάρτημα3) (a container in the shape of a cylinder: two cylinders of oxygen.) κύλινδρος, κυλινδρική φιάλη• -
18 flask
1) (a container in which drinks can be carried: a flask of whisky.) πλακέ μπουκάλι,φλασκί2) (a vacuum flask: The workmen carried flasks of tea.) θερμός3) (a bottle, usually with a narrow neck.) φιάλη -
19 баклага
-и θ.φιάλη (ξύλινη ή μεταλλική). || υδροδοχείο, παγούρι. -
20 баклажка
-и θ.μικρή φιάλη. || μικρό υδροδοχείο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φιάλη — bowl fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιάλῃ — φιάλη bowl fem dat sg (attic epic ionic) φιάλλω undertake aor subj mp 2nd sg φιάλλω undertake aor subj act 3rd sg φιά̱λῃ , φιάλλω undertake aor subj mid 2nd sg (attic) φιά̱λῃ , φιάλλω undertake aor subj act 3rd sg (attic) φιά̱λῃ , φιάλλω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιάλη — η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α νεοελλ. 1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια 2. φρ. α) «φιάλη αερίου» τεχνολ.… … Dictionary of Greek
φιάλη — η 1. δοχείο υγρών γυάλινο (συνήθως), στρογγυλόσχημο και στενόλαιμο, μποτίλια, μπουκάλι. 2. (εκκλησ.), βρύση με λεκάνη και θολωτή οροφή που στηρίζεται σε μικρές κολόνες, έξω από τη χριστιανική βασιλική, και που χρησίμευε στους πρωτοχριστιανικούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεροκολοκυθιά ή φιάλη ή αγγλιά — Μονοετής αναρριχώμενη ή έρπουσα πόα της οικογένειας των Κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής των τροπικών και παρατροπικών περιοχών. Η επιστημονική ονομασία του είναι λαγηναρία η κοινή. Είναι φυτό χνοώδες, με δυνατή μυρωδιά μόσχου, γωνιώδη… … Dictionary of Greek
φιάληι — φιάλῃ , φιάλη bowl fem dat sg (attic epic ionic) φιάλῃ , φιάλλω undertake aor subj mp 2nd sg φιάλῃ , φιάλλω undertake aor subj act 3rd sg φιά̱λῃ , φιάλλω undertake aor subj mid 2nd sg (attic) φιά̱λῃ , φιάλλω undertake aor subj act 3rd sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιάλαι — φιάλη bowl fem nom/voc pl φιάλᾱͅ , φιάλη bowl fem dat sg (doric aeolic) φιά̱λαῑ , φιάλλω undertake aor opt act 3rd sg (attic) φιά̱λαῑ , φιάλλω undertake aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Фиал — (φιάλη, phiala) у древних греков и римлян плоский и низкий сосуд, с ручкой или без нее, служивший для питья, а также для возлияний при жертвоприношениях (см. Вазы). В готической архитектуре Ф. (Fialen) называются тонкие башенки, расставленные… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Фиал, сосуд — (φιάλη, phiala) у древних греков и римлян плоский и низкий сосуд, с ручкой или без нее, служивший для питья, а также для возлияний при жертвоприношениях (см. Вазы). В готической архитектуре Ф. (Fialen) называются тонкие башенки, расставленные… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
φιαλέων — φιάλη bowl fem gen pl (epic ionic) φιάλλω undertake fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαλῶν — φιάλη bowl fem gen pl φιάλλω undertake fut part act masc nom sg (attic epic doric) φιαλόω excavate into the form of a pres part act masc voc sg (doric aeolic) φιαλόω excavate into the form of a pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)