-
1 φάγος
-
2 φάγος
φάγοςlive on milk: masc /fem nom sgφάγοςlive on milk: masc nom sg -
3 φάγος
-
4 φαγος
-
5 φαγός
φαγόςValonia oak: masc nom sg -
6 φάγος
A glutton, Ev.Matt. 11.19, Ev.Luc.7.34, Zen.1.73. -
7 φάγος
φάγος, ὁ, der Fresser -
8 φάγος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φάγος
-
9 φάγος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φάγος
-
10 φάγος
любитель поесть, обжора.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φάγος
-
11 φάγος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φάγος
-
12 ἰχθυ-φάγος
ἰχθυ-φάγος, = ἰχϑυο-φάγος, πελάγους σκύλακες, das sind Delphine, Philp. 72 (IX, 83).
-
13 πρασο-φάγος
πρασο-φάγος, Lauch essend, poet. πρασσοφάγος, Batrach. 229.
-
14 πτερνο-φάγος
πτερνο-φάγος, ὁ, Schinkenfresser, Mäusename, Batrach. 224.
-
15 παπῡρο-φάγος
παπῡρο-φάγος, Papyrus essend, Schol. Aesch. Suppl. 768.
-
16 πασπαλη-φάγος
πασπαλη-φάγος γρόμφις, Hippocr. in Phot. lex. nach Porson's Conj., Mehl fressend.
-
17 παντο-φάγος
παντο-φάγος, Alles essend, verzehrend, Sp., πῦρ, Greg. Naz. ep. (VIII, 213).
-
18 παμ-φάγος
-
19 παιδο-φάγος
παιδο-φάγος, Kinder fressend; ἰχϑύς, Pind. frg. 143; Schol. Il. 21, 22.
-
20 παλαί-φαγος
παλαί-φαγος, vor Alters gefressen, Hesych. S. auch παλαίφατος.
См. также в других словарях:
φάγος — live on milk masc/fem nom sg φάγος live on milk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγός — Valonia oak masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
φάγος — (I) και φαγός, ὁ, Α αδηφάγος, λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος κατ αποκοπή από τα σύνθ. σε φάγος*]. (II) ο, Ν βιολ. ιός που προσβάλλει βακτήρια, γνωστός και ως βακτηριοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phage] … Dictionary of Greek
φαγός — (I) ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. φηγός. (II) ὁ, Α βλ. φακός … Dictionary of Greek
φάγους — φάγος live on milk masc/fem acc pl φάγος live on milk masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγων — φάγος live on milk masc/fem/neut gen pl φάγος live on milk masc gen pl φάγων glutton masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγῳ — φάγος live on milk masc/fem/neut dat sg φάγος live on milk masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγοί — φαγός Valonia oak masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγέ — φαγός Valonia oak masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγῶ — φαγός Valonia oak masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)