-
61 επικεκυφώς
ἐπικεκῡφώς, ἐπικύπτωbend oneself over: perf part act masc nom /voc sgἐπικύπτωbend oneself over: perf part act masc nom /voc sg -
62 ἐπικεκυφώς
ἐπικεκῡφώς, ἐπικύπτωbend oneself over: perf part act masc nom /voc sgἐπικύπτωbend oneself over: perf part act masc nom /voc sg -
63 καμφιλαφώς
-
64 κἀμφιλαφῶς
-
65 κατατετριφώς
κατατετρῑφώς, κατατρίβωrub down: perf part act masc nom /voc sg -
66 κεκυφώς
κεκῡφώς, κύπτωbend forward: perf part act masc nom /voc sgκύπτωbend forward: perf part act masc nom /voc sg -
67 προκεκυφώς
προκεκῡφώς, προκύπτωpoint forwards and downwards: perf part act masc nom /voc sgπροκύπτωpoint forwards and downwards: perf part act masc nom /voc sg -
68 προσκεκυφώς
προσκεκῡφώς, προσκύπτωstoop to: perf part act masc nom /voc sgπροσκύπτωstoop to: perf part act masc nom /voc sg -
69 συγκεκυφώς
συγκεκῡφώς, συγκύπτωbend forwards: perf part act masc nom /voc sgσυγκύπτωbend forwards: perf part act masc nom /voc sg -
70 συνδιατετριφώς
συνδιατετρῑφώς, συνδιατρίβωpassperf part act masc nom /voc sg -
71 τυφώς
-
72 τυφῶς
-
73 υποκεκυφώς
ὑποκεκῡφώς, ὑποκύπτωstoop under a yoke: perf part act masc nom /voc sgὑποκύπτωstoop under a yoke: perf part act masc nom /voc sg -
74 ὑποκεκυφώς
ὑποκεκῡφώς, ὑποκύπτωstoop under a yoke: perf part act masc nom /voc sgὑποκύπτωstoop under a yoke: perf part act masc nom /voc sg -
75 φωτοίν
-
76 φωτοῖν
-
77 φωτών
-
78 φωτῶν
-
79 φωτί
φάοςlight: neut dat sg (attic)φώςman: masc dat sg -
80 φωτός
φάοςlight: neut gen sg (attic)φώςman: masc gen sg
См. также в других словарях:
φώς — man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φως — το γεν. φωτός, πληθ. φώτα, γεν. πληθ. φώτων 1. το αίτιο (ερέθισμα), που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, που κάνει ορατά τα αντικείμενα, το φέγγος, καθετί που φωτίζει, ό,τι φέγγει: Ηλεκτρικό φως. 2. φωτισμός: Μ αυτή τη λάμπα έχουμε ζωηρότερο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός … Dictionary of Greek
φῶς — φάος light neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεδα πολωμένο φως — Φως, στο οποίο οι ταλαντώσεις είναι ευθύγραμμες, παράλληλες προς ένα επίπεδο και εγκάρσιες προς τη διεύθυνση διάδοσης (γραμμική πόλωση). Το φως που ανακλάται από μια γυαλιστερή επιφάνεια γυαλιού με γωνία πρόσπτωσης tan–1 , όπου n2, n1 οι δείκτες … Dictionary of Greek
άγιο φως — Το φως που ανάβεται στον τάφο του Σωτήρος στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, σε ειδική τελετή τις πρώτες ώρες του Μεγάλου Σαββάτου μετά το μεσημέρι. Από εκει μοιράζεται σε όλους τους προσκυνητές που παραβρίσκονται. Το φως αυτό, που… … Dictionary of Greek
ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… … Dictionary of Greek
Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
φῶτες — φώς man masc nom/voc pl φώς man masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσί — φώς man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)