-
1 φῶς
φῶς, τό, gen. φωτός, zsgz. aus φάος, τὰ φῶτα hat Strab., u. E. M. auch dat. sing. φῷ für φωτί, – das Licht; das Tageslicht, das Lebenslicht, εἰς φῶς ἔρχεσϑαι, an's Licht, an's Licht der Welt kommen, εἰς φῶς ἄγειν, an's Licht bringen; πέμψατ' ἔνερϑεν ψυχὴν ἐς φῶς Aesch. Pers. 622; vgl. Soph. πεισϑήσομαι γὰρ κἀξ Ἅιδου ϑανὼν πρὸς φῶς ἀνελϑεῖν, Phil. 621; u. in anderer Uebertragung, δεῖ δ' αὐτὸν λέγειν εἰς φῶς ὃ λέξει 577 (s. φάος); φῶς γίγνεται, es wird Tag, Plat. Prot. 311 a; Aesch. Ag. 270; Soph. O. R. 1183; ἕως ἔτι φῶς ἐστιν Plat. Phaed. 89 c; ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μεϑισταμένων Rep. VIII 518 a; ὡς φῶς οὐ δέον ὁρᾶν αὐτά Phil. 66 a; φῶς ποιεῖν Xen. Hell. 6, 2,17; κατὰ φῶς, bei Tage, Cyr. 3, 3,25.
-
2 φῶς
φῶς, τό, das Licht; das Tageslicht, das Lebenslicht; εἰς φῶς ἔρχεσϑαι, ans Licht, ans Licht der Welt kommen; εἰς φῶς ἄγειν, ans Licht bringen -
3 φώς
φώς, ὁ, gen. φωτός, plur. φῶτες, gen. φωτῶν, poet. = ἀνήρ, – der Mann, Hom. oft, bes. der tüchtige, tapfere Mann, Il. 4, 194. 21, 546 Od. 21, 26. – Auch der Sterbliche, im Ggstz der Götter, πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσϑαι Il. 17, 98; so Pind. u. Tragg. oft; der Mensch übh., τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος Aesch. Prom. 548; Soph. Ai. 293; vgl. Jac. A. P. p. 110; dah. Eur. Hel. 1100 auch die Frauen. – Die Ableitung schwankt zwischen φημί, der mit Sprache Begabte, wie μέροψ, u. φύω, entweder der Erzeugende, der Mann, oder der Erzeugte, das Geschöpf, der Mensch.
-
4 φῴς
-
5 φώς
-
6 φως-φόρια
-
7 φως-φόρεια
φως-φόρεια, τά, = φωςφόρια.
-
8 φως-φόρος
-
9 φως-φορέω
-
10 σκιό-φως
-
11 σεληνό-φως
σεληνό-φως, ωτος, τό, Mondlicht, Chaeremon bei Ath. XIII, 608 b.
-
12 δαμασί-φως
δαμασί-φως, ωτος, ὁ, = δαμασίμβροτος; so nannte Simonid. den Schlaf, Schol. Il. 24, 5.
-
13 λυκό-φως
λυκό-φως, τό, vulgärer Ausdruck, Eust. 449, 12, Zwielicht, Dämmerlicht, Ael. N. A. 10, 26, wie ἀμφιλύκη νύξ, nach Einigen von ΛΥΚΗ, Macrob. Saturn. 1, 17, nach Anderen von λύκος, die Zeit, wenn der Wolf, wie andere Raubthiere, auf Beute ausgeht, od. von dessen grauer Farbe, nach dem Schol. Ap. Rh. 2, 671 von λύγη od. gar für γλυκόφως.
-
14 λειψί-φως
-
15 λῡγό-φως
-
16 αὐτό-φως
αὐτό-φως, ωτος, τό, das Licht selbst, Sp.
-
17 ἀμφι-φῶς
ἀμφι-φῶς, ὁ οὐρανὸς γίγνεται, von zwei Seiten od. ringsum leuchtend, Ath. XIV, 645 a.
-
18 φωςφορέω
φως-φορέω, Licht tragen, bringen -
19 φωςφόρια
-
20 φωςφόρος
φως-φόρος, Licht tragend od. bringend, fackeltragend. Als subst. ὁ φωςφόρος, auch mit ἀστήρ, der Morgenstern, der das Tageslicht bringt
См. также в других словарях:
φώς — man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φως — το γεν. φωτός, πληθ. φώτα, γεν. πληθ. φώτων 1. το αίτιο (ερέθισμα), που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, που κάνει ορατά τα αντικείμενα, το φέγγος, καθετί που φωτίζει, ό,τι φέγγει: Ηλεκτρικό φως. 2. φωτισμός: Μ αυτή τη λάμπα έχουμε ζωηρότερο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός … Dictionary of Greek
φῶς — φάος light neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεδα πολωμένο φως — Φως, στο οποίο οι ταλαντώσεις είναι ευθύγραμμες, παράλληλες προς ένα επίπεδο και εγκάρσιες προς τη διεύθυνση διάδοσης (γραμμική πόλωση). Το φως που ανακλάται από μια γυαλιστερή επιφάνεια γυαλιού με γωνία πρόσπτωσης tan–1 , όπου n2, n1 οι δείκτες … Dictionary of Greek
άγιο φως — Το φως που ανάβεται στον τάφο του Σωτήρος στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, σε ειδική τελετή τις πρώτες ώρες του Μεγάλου Σαββάτου μετά το μεσημέρι. Από εκει μοιράζεται σε όλους τους προσκυνητές που παραβρίσκονται. Το φως αυτό, που… … Dictionary of Greek
ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… … Dictionary of Greek
Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
φῶτες — φώς man masc nom/voc pl φώς man masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσί — φώς man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)