-
1 θις
1) куча, груда(ὀστεόφιν Hom.; ψάμμου Her.)
2) тж. pl. куча песку, песчаный холм, тж. песчаный берег, песчаное взморье, прибрежные пески(θῖνες ἄνυδροι Plut.)
παρὰ или ἐπὴ θῖνα θαλάσσης, ἐπὴ θῖν΄ θαλάσσης, παρὰ θῖν΄ или θῖν΄ ἐφ΄ ἁλός, тж. ἐπὴ или ἐν θινί и παρὰ θῖνα Hom. — на песчаном взморье;πόντου θινὸς ἐφήμενος Soph. — сидя на песчаном берегу моря;καθεύδουσι ἀποκρύψαντες ὑπὸ θῖνα ἑαυτοὺς Arst. — (некоторые рыбы) спят, зарывшись в песок3) песчаное дно, морской илοἶδμα κυλίνδει βυσσόθεν θῖνα Soph. — волна вздымает со дна песок;
ὥς μου τὸν θῖνα ταράττεις! Arph. — ты волнуешь меня до глубины души!4) морская водоросль(ὅ θ. ὅ μέλας φύεται πρὸς τῇ γῇ Arst.)
-
2 μην
I1) (да, ну) …жеἄγε μ. πείρησαι Hom. — да приди же и попробуй;
ἕπεο μ., ἕπεο Soph. — следуй же, следуй (за мной);ὅρα γε μ. Soph. — да ты посмотри2) ведь, же(ἦ μ. καὴ νέος ἐσσί Hom.)
καὴ μ. τόγε τῶν ζῴων γένος ἐκ τῶν αὐτῶν τούτων φύεται Plat. — да ведь и род животных возникает от тех же причин;τί μ. ; Plat. — а как же?;τί μ. οὐ ; Eur. — а почему же нет?;πῶς μ. ; Xen. — как же?, почему же?;τίνος μ. ἕνεκα ; Xen. — так для чего же?;ποῦ μ. ; Plat. — а где же?3) поистине, действительно, в самом деле(ἦ μ. ἐγὼ ἔπαθόν τι τοιοῦτον Plat.)
οὐ μ. οἱ τόγε κάλλιον Hom. — нет (право же), так не годится4) (и) вот(καὴ μ. Τάνταλον εἰσεῖδον Hom.)
ὅδε μ. Αἵμων Soph. — но вот (идет) Гемон5) (ну) конечноἀλλ΄ ἢν ἐφῇς μοι …- Καὴ μ. ἐφίημι Soph. — но если ты позволишь мне …- Ну конечно, позволяю
6) (= μέντοι См. μεντοι) все же, однако, тем не менееταῦτα μέν ἐστιν ἄτοπα, δηλοῖ μ. … Plat. — это, правда, странно, но тем не менее доказывает …;
γε μ., οὐ μ. …γε и οὐ μ. οὐδέ Thuc. etc. — тем не менее, однакоII1) месяцτοῦ μηνός Xen., ἑκάστου μηνός Plat., τοῦ μηνὸς ἑκάστου Arph. и κατὰ μῆνα (ἕκαστον) или κατὰ μῆνας Plat. — каждый месяц, ежемесячно;
δεκάτῳ μηνὸς ἐν κύκλῳ Eur. — когда наступил десятый месяц:μηνὸς ἱσταμένου Hom., Thuc.; — в начале месяца (т.е. в течение первой его декады);τῇ τρίτῃ ἐπ΄ εἰκάδι Dem. 23-— го числа;ἕνα μῆνα Hom. — в течение одного месяца;μηνῶν φθινόντων Hom. — по истечении месяцев (года), т.е. по прошествии года;πλήθει πολλῶν μηνῶν Soph. — по прошествии многих-многих месяцев;μῆνες ἐμβόλιμοι Her. — вставные месяцы ( вводившиеся через год для уравнения лунного года с солнечным);οἱ κατὰ μῆνα σχηματισμοί Arst. — месячные фазы (луны)3) pl. календарь -
3 φυω
(impf. ἔφυου, fut. φύσω с ῠ, aor. 1 ἔφῡσα, aor. 2 ἔφῡν, pf. πέφῡκα, ppf. ἐπεφύκειν с ῠ; med. - с aor. 2 и pf. act., part. φύς, inf. φῦναι; pass.: fut. φυήσομαι, aor. 2 ἐφύην) тж. med.1) производить на свет, взращивать, (по)рождать, создавать(τί τινι Xen.; σοφοὺς υἱεῖς Plat.)
καρπὸν φ. Her. — приносить плод(ы);ὅ φύσας (πατήρ) Eur. — родитель, отец;οἱ φύσαντες Eur., Arph. — родители;φ. ποίην Hom. — покрываться травой;φ. φύλλα καὴ ὄζους Hom. — пускать листья и ветви;φ. πώγωνα Her. — обрастать бородой;γλῶσσαν μοῦνον θηρίων οὐκ ἔφυσε Her. — это - единственное животное, не имеющее языка;τοὺς ὀδόντας φύει Plat. — у него прорезываются зубы;φ. τὰ πτερά Arph. — оперяться, Plat. окрыляться;φ. σάρκα и σάρκας Plat. — обрастать плотью:φ. φρένας Soph. — становиться разумным, но тж. становиться надменным и одарять разумом (φ. ἀνθρώποις Soph.);φύσει πεφυκώς Plat. — врожденный;ἀνθρώπῳ πεφυκότι εἴη ῥᾷον … Xen. — природа человека такова, что ему легче …;τὰ φύσει πεφυκότα Lys. — то, что создано природой, естественный порядок вещей;πιστὸν νομίζειν τινὰ φύσει φύεσθαι Xen. — считать кого-л. честным по природе;σοφὸς πεφυκώς Soph. — будучи по природе умным;εἰ μέ κακὸς πέφυκα Soph. — если я не зол по природе;ὡς πέφυκε Xen. — естественным образом, как обычно бывает;ὡς οὐ πέφυκεν Plut. — сверх всякого обыкновения;πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος Soph. — смерть присуща всем смертным;οὔτω δέ τούτων πεφυκότων Plat. — ввиду так сложившихся обстоятельств;εὖ πεφυκέναι πρός τι Xen. и κατά τι Dem. — быть созданным для чего-л., иметь природную склонность к чему-л.;πεφύκασι ἄπαντες ἁμαρτάνειν Thuc. — ошибаться свойственно всем2) вырастать, расти, рождаться, возникать(ἀνδρῶν γενεέ ἥ μὲν φύει, ἥ δ΄ ἀπολήγει Hom.; ῥόδα φύεται αὐτόματα Her.; τὰ φυόμενα ἐκ τῆς γῆς Xen.)
σῖτον εὔχεσθαι καλὸν φύεσθαι Xen. — молиться, чтобы хлеб хорошо уродился;ἥ κεφαλέ θριξὴ πεφυκυῖα Diod. — поросшая волосами (косматая) голова;πεφυκέναι (тж. φῦναι) τινός, ἔκ и ἀπό τινος Trag., Xen., Plat. — родиться от кого-л., быть рожденным кем-л.;πρᾶγμα φυομένον ἐν τῇ Ἑλλάδι Xen. — то, что происходит в Элладе3) med. припадать, прижиматьсяἐν χείρεσσι φύοντο Hom. — они пожали друг другу руки;
οἱ φῦ χειρί Hom. — она схватила его за руку;ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες Hom. — закусив губы
См. также в других словарях:
φύεται — φύ̱εται , φύω bring forth pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
BUTOMON — Theophrasto recensetur inter eas herbas, quae in aquis et in terreno pariter proveniunt, ut phleos, cyperum etc. Φύεται δὲ εν ἀμφοῖν, καὶ ἐν γῇ καὶ εν τῷ ὕδατι, ἴτεα, κάλαμος ὀ αὐλητικὸς, κύπειρον, τύφη, φλέως. Et paulo post, Φύεται δὲ ἔνια… … Hofmann J. Lexicon universale
CYTORUS — a Cytoro, Phrysi fil. conditore, Cotyora Xenoph. Cyteorum Ptol. Urbs et mons Galatiae, in quo buxus plurima nascebatur. Strabo, l. 11. Πλείςτη δὲ καὶ ἀρίςτη πύξος φύεται κατα τὴν Α᾿μμςτριανὴν, καὶ μάλιςτα περὶ τὸν Κύτωρον. Catullus, Epigr. 4. v.… … Hofmann J. Lexicon universale
επιμήδιο — (epimedium). Γένος φυτών της οικογένειας των βερβερίδων. Πρόκειται για φυτά ποώδη και ριζωματοφόρα με φύλλα σύνθετα και άνθη μικρά διαφόρων χρωμάτων, σε απλές ή σύνθετες ταξιανθίες. Τα πέταλά τους είναι σταυρωτά και τα περισσότερα καλύπτονται με… … Dictionary of Greek
επιφυής — ές 1. αυτός που φύεται μετά ή πάνω στην επιφάνεια άλλου 2. βοτ. αυτός που φύεται απευθείας πάνω στο στέλεχος τού φυτού, ο άμισχος («φύλλα ή άνθη επιφυή») 3. ιατρ. (για όγκο ή σάρκωμα) αυτός που εκβλαστάνει από τη σάρκα και προσφύεται πάνω στο… … Dictionary of Greek
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
ανθόξανθο — (anthoxanthum). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών, φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου. Πρόκειται για γρασίδι, χρήσιμο για τη βοσκή των ζώων, με ευχάριστο άρωμα. Από τα πέντε είδη του… … Dictionary of Greek