-
101 Freight
subs.P. and V. γόμος, ὁ. V. φόρτος, ὁ, ἐμπόλημα, τό, φόρημα, τό, Ar. and P. φορτίον, τό, P. τὰ ἀγώγιμα (Dem. 1290), ναῦλον, τό.——————v. trans.P. and V. γεμίζειν.Freight with: P. and V. γεμίζειν (gen.).Be freighted with: P. and V. γέμειν (gen.), γεμίζεσθαι (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Freight
-
102 Load
v. trans.Be loaded: also V. βρίθεσθαι.Be loaded with: P. and V. γέμειν (gen.).A weight enough to load three waggons: V. τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος (Eur., Cycl. 385).Loaded with money: P. πλήρης ἀργυρίου.Load with reproaches: P. ὀνείδεσι περιβάλλειν (Dem. 740). V. ἀράσσειν ὀνείδεσι; see Reproach, Abuse.Distress: P. and V. πιέζειν.——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Load
-
103 συμφορτίζω
συμφορτίζω to burden together with, burden συμφορτιζόμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ burdened (together w. him) by his death Phil 3:10 v.l.—DELG s.v. φόρτος. -
104 ἀποφορτίζομαι
ἀποφορτίζομαι nautical t.t. (fig. Jos., Bell. 1, 172; 266), mostly of ‘jettisoning’ cargo in a storm (Philo Mech. 2, 143; Athen. 2, 5, 37cf; Philo, Praem. 33; Pollux 1, 99), but also of regular unloading (Dionys. Hal. 3, 44 αἱ μείζους νῆες ἀπογεμίζονται καὶ ἀποφορτίζονται σκάφαις) unload τ. γόμον the cargo Ac 21:3 (Mod. Gk. ἀποφορτώνω).—DELG s.v. φόρτος.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀποφορτίζομαι
См. также в других словарях:
φόρτος — load masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… … Dictionary of Greek
φόρτος — ο 1. φορτίο, μεγάλο βάρος. 2. μτφ., ό,τι είναι ενοχλητικό, αφόρητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φόρτοι — φόρτος load masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτοις — φόρτος load masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτοισι — φόρτος load masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτον — φόρτος load masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτου — φόρτος load masc gen sg φορτόω load pres imperat act 2nd sg φορτόω load imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτους — φόρτος load masc acc pl φορτόω load imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτων — φόρτος load masc gen pl φορτόω load imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) φορτόω load imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτῳ — φόρτος load masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)