-
1 φορα
ἥ [φέρω]1) ношение, несениеφορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται Soph. — не будет отказа в том, чтобы понести тебя
2) внесение, взнос(χρημάτων Thuc.; δασμῶν Xen., Plat.)
φέρειν τέν τῆς σωτηρίας φορὰν τῇ πατρίδι Dem. — вносить свой вклад для спасения родины;ψήφου φ. Eur., Plat. — подача голоса, голосование3) плодоношение(τῶν δένδρων Arst.)
4) плодовитость(φ. καὴ ἀφορία Plat.)
5) перемещение, (круго)вращение(τῶν ἄστρων καὴ τοῦ ἡλίου Plat.)
ἥ φ. κίνησις πόθεν ποῖ (ἐστιν) Arst. — перемещение есть движение из одного места в другое;φ. πεττῶν Plat. — движение (ходы) шашечных фигур6) стремительный порыв, напор(ἀνέμου βία καὴ φ. Polyb.)
φ. τις πραγμάτων Dem. — некое давление обстоятельств, т.е. ход событий;ἥ τοῦ πλήθους φ. Polyb. — настроение толпы;φ. πρὸς τὸν νεωτερισμόν Polyb. — стремление к новшествам;φορᾶς μεστός Plut. — полный рвения, неукротимый7) ноша, груз(φορὰν ἐνεγκεῖν Plut.)
8) урожай, сбор, продукция(ἐλαιῶν Arst.)
9) наплыв, множество(ῥητόρων πονηρῶν Aeschin.; προδοτῶν καὴ δωροδόκων Dem.)
10) группа единомышленников, направление, школа(ἐπὴ ταύτης εἶναι τῆς φορᾶς Sext.)
μάχη φορᾶς ἀντιδόξου Luc. — борьба школ (мнений) -
2 φορά
η1) раз;αότή τη φορά — на этот раз;
άλλη φορά — в другой (в следующий) раз;
δεύτερη φορά — вторично;
εκείνη τη φορά — в тот раз;
κάθε φορά — всякий раз;
μιά φορά — однажды, один раз;
δυό φορές — дважды;
άλλη μιά φορά — ещё раз;
μιά φορά γιά πάντα — раз и навсегда;
πόσες φορές; — сколько раз?;
εκατό φορές — сто раз;
πολλές φορές — много раз;
λίγες φορές — редко;
μερικές φορές — иногда, изредка;
καμμιά φορά — а) порой, иногда; — б) никогда;
τίς περισσότερες φορές — большей частью, чаще всего;
2) стремительность, быстрое движение;επιπίπτω μετά μεγάλης φορας — налететь стремительно; — обрушиться с большой силой;
3) разбег;άλμα μετά (άνευ) φορας — прыжок с разбега (без разбега);
4) направление;φορά του ανέμου (τού βλήματος) — направление ветра (полёта снаряда);
κατ' αντίθετον φορν — в обратном направлении;
5) движение, ход;η φορά των πραγμάτων — ход вещей; — развитие событий;
§ μιά φορά κι' εναν καιρό... — когда-то давным-давно...;
ΰντρας μιά φορά — а) ирон. вот так мужчина!, мужчина, нечего сказать!; — ну какой он мужчина!; — б) вот это мужчина!;
φορά σου και φορ μου — ну, погоди!, я тебе отплачу!;
είναι μιά φορ! — вот это да!
-
3 βακτροφορας
-
4 καταθεαομαι
(εᾱ)1) сверху смотреть, взирать, наблюдать2) устремлять взор3) обозревать, осматривать(τέν χώραν, τὰς τάξεις Xen.)
4) следить, наблюдать(φορὰς ἄστρων Plut.)
-
5 κωλυμα
- ατος τό1) помеха, препятствие(φορᾶς Plat.; τοῦ συμπεσεῖν τὸν πόλεμον Plut.)
ἥ ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι Thuc. — так как повозка мешала запереть (ворота)2) предупредительная мера, защита -
6 παρεκτριβω
-
7 ροιζος
-
8 σαμφορας
-
9 συγκαταφερω
вместе уносить, увлекатьσ. τι τῇ ῥύμῃ τῆς φορᾶς Plut. — стремительно нести с собою;συγκαταφερόμενος τῇ καθωμιλημένῃ δόξῃ Polyb. — увлеченный всеобщим мнением;συγκατηνέχθη τῷ βάρει τῆς πληγῆς Diod. — он упал под тяжестью удара -
10 συμπαραφερομαι
вместе уноситься прочь Xen.συμπαρηνέχθησαν τῷ ῥεύματι τῆς φορᾶς Plut. — (сенаторы) были увлечены потоком бегущих
-
11 κυκλοφορία
η1) круговорот, (круго)оборот; циркуляция; обращение (денег и т. п.);κυκλοφορία του αίματος — кровообращение;
εμπορευματική (νομισματική) κυκλοφορία — товарное (денежное) обращение;
θέτω ( — или βάζω) σε κυκλοφορία — а) пускать в обращение; — б) выпускать; — распространять;
αποσύρω από την κυκλοφορία — изъять из обращения;
2) уличное движение;διπλής φοράς — двустороннее движение;3) тираж (газеты, журнала и т. п.) -
12 μεταβολή
η1) изменение, перемена;μεταβολή του καιρού — перемена погоды;
2) превращение, переход (в другое состояние);μεταβολή υγρού εις αέριον — превращение жидкости в газ;
μεταβολή της φοράς (ηλεκτρικού ρεύματος) — коммутация (эл.);
3) воен. спорт, поворот;μεταβολή! кругом!;
4) биол изменчивость (путём скачка)
См. также в других словарях:
φοράς — φορά̱ς , φορά an act fem acc pl φοράς fruitful fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορᾶς — φορά an act fem gen sg (attic doric aeolic) φορεύς bearer masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδα — φοράς fruitful fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδας — φοράς fruitful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδες — φοράς fruitful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδι — φοράς fruitful fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδος — φοράς fruitful fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδων — φοράς fruitful fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
μπούμερανγκ — (boomerang). Αγγλικός όρος που προέρχεται από αυστραλιανή λέξη και προσδιορίζει ένα εκσφενδονιστικό όπλο τυπικό των ιθαγενών της Αυστραλίας, διαδεδομένο επίσης, με μορφές αρκετά διαφορετικές, και σ’ άλλους πρωτόγονους πολιτισμούς. Το μ. εξέπληξε… … Dictionary of Greek