-
1 ἐξ-αμείβω
ἐξ-αμείβω, 1) vertauschen, verändern, ϑαρσεῖτε σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον, das Zittern verbannend, Eur. Bacch. 607. – Vom Orte, darüber hingehen, πρῶνα Aesch. Pers. 130; Δίρκης ὕδωρ Eur. Phoen. 131; Μακεδονίαν, durchwandern, Xen. Ages. 2, 2; absol. εἰ μὴ ἐξαμείψει χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν, weggehen, Eur. Or. 272, u. so – 2) intr. abwechseln, φόνῳ φόνος ἐξαμείβων Eur. Or. 816, wie im med. ἔργου ἔργον ἐξημείβετο, eine Arbeit folgte auf die andere, Hel. 1533. – 3) vergelten, im med., κακαῖσι ποιναῖς ταῖςδέ μ' ἐξημείψατο Aesch. Prom. 223, mit den Strafen vergalt er mir.
См. также в других словарях:
εξαμείβω — ἐξαμείβω (AM) [αμείβω] 1. αλλάζω, μεταβάλλω («ἐξαμειβούσης ἄλλην ἄλλοτε χρόαν», Πλούτ.) 2. μεσ. παίρνω τη θέση άλλου («ἔργου δ ἔργον ἐξημείβετο», Ευρ.) 3. διαδέχομαι, ανταλλάσσω («φόνῳ φόνος ἐξαμείβων», Ευρ.) 4. διαβαίνω από έναν τόπο αρχ. 1.… … Dictionary of Greek