Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φόβου

  • 1 боязнь

    боя́зн||ь
    ж ὁ φόβος:
    из \боязньи ἀπό φόβο, ἐκ φόβου.

    Русско-новогреческий словарь > боязнь

  • 2 внушение

    ουδ.
    1. έμπνευση, εμφύσηση•

    -страха έμπνευση φόβου.

    || υποβολή• υπνωτισμός•

    лечение -ем θεραπεία με υποβολή.

    2. παρατήρηση, επίπληξη•

    делать строгое внушение κάνω αυστηρή παρατήρηση.

    Большой русско-греческий словарь > внушение

  • 3 колено

    ουδ.
    1. (πλθ. колени -ей κ. -лн) γόνυ, γόνα, γόνατο•

    разбить колено σπάζω το γόνατο•

    стоять на -ях στέκομαι στα γόνατα•

    опуститься на -и πέφτω στα γόνατα•

    ползать на -ях έρπω στα γόνατα•

    посадить ребёнка к себе на -и παίρνω το παιδάκι στα γόνατα μου.

    2. γωνία, αγκώνας, καμπή, γύρισμα•

    колено реки αγκώνας του ποταμού•

    колено железной трубки η γωνία του σιδηροσωλήνα.

    3. (μουσ.) γύρισμα, τσάκισμα της φωνής.
    4. στροφή, φιγούρα (χορού). || απότομη στροφή στη διαγωγή.
    5. γενεαλογική διακλάδωση.
    εκφρ.
    поставить кого на -и – γονατίζω κάποιον (κάμπτω την αντίσταση)•
    море по колено ή по -на кому – όλα τα θεωρεί τίποτε, δε φοβάται τίποτε: пьяному море по -и για το μεθυσμένο και η θάλασσα δεν έχει βάθος πάνω από το γόνα (δεν έχει αίσθηση φόβου).

    Большой русско-греческий словарь > колено

  • 4 леденящий

    επ. από μτχ.
    παγερός, κρύος, ψυχρός•

    леденящий ветер παγερός άνεμος.

    || μτφ. τρομερός, συγκλονιστικός•

    леденящий ужас ρίγος φρίκης•

    леденящий страх ρίγος φόβου.

    Большой русско-греческий словарь > леденящий

  • 5 наведение

    ουδ.
    1. οδήγηση. || κατεύθυνση.
    2. ώθηση, σπρώξιμο, παρακίνηση, προτροπή. || γύρισμα, στροφή (συνομιλίας, λόγου).
    3. μτφ. εμβολή προξένηση, πρόκληση (φόβου, θλίψης κ.τ.τ.).
    4. κατεύθυνση, στροφή, γύρισμα•

    наведение телескопа на луну κατεύθυνση του τηλεσκόπιου στο φεγγάρι.

    || (στρατ.) σκόπευση.
    5. κατασκευή, φτιάξιμο.
    6. πέρασμα, κάλυψη με μπογιά, βερνίκι κ.τ.τ.
    7. πρόσδοση.
    8. προσκόμιση.
    9. γέννηση (πολλών).

    Большой русско-греческий словарь > наведение

  • 6 ой

    ой-ой κ. ой-ой-ой
    επιφ.
    1. εκφράζει αίσθημα πόνου, φόβου κ.τ.τ. όι, ωχ, αχ•

    ой, больно! όι, πονάει!

    2. εκφράζει θαυμασμό, ικανοποίηση, χαρά κ.τ.τ. ой, как хорошо здесь! αχ, τι καλά είναι εδώ!

    Большой русско-греческий словарь > ой

  • 7 тень

    -и, προθτ. о тени, в тени, πλθ. тени -ей θ.
    1. σκιά, ίσκιος•

    на солнце и в тени στον ήλιο και στον ίσκιο.

    2. σκοτεινό μέρος εικόνας•

    контрасты света и тени αντίθεση φωτός και σκιάς.

    || η ριχνόμενη σκιά•

    -человека η σκιά του ανθρώπου•

    тень башни η σκιά του πύργου.

    || έκφραση φόβου, θλίψης κ.τ.τ. грустные -и на е лице έκφραση θλίψης στο πρόσωπο της.
    3. μτφ. ίχνος αδύνατο, σημαδάκι•

    тень прошлого σκιά παρελθόντος•

    тень улыбки υποτυπώδες χαμόγελο•

    ни тень жалости ούτε σκιά οίκτου.

    4. σιλουέτα, φιγούρα.
    5. φάσμα, φάντασμα, ίσκιωμα (σκιά πεθαμένου).
    εκφρ.
    ночная (вечерная) тень; тень ночи – το σούρουπο•
    бросать (кидать) тень на кого-что – αμαυρώνω την αξιοπρέπεια κάποιου•
    навести тень (на плетень, на ясный день) – συσκοτίζω σκόπιμα• θολώνω τα νερά•
    быть (сделать(ся) -ью – α) ακολουθώ κάποιον σαν τη σκιά του.
    || είμαι η σκιά κάποιου (είμαι υποχείριο κάποιου)•
    он тень и голос кого – αυτός είναι σκιά και φερέφωνο κάποιου•
    держаться (быть, стоять) в -и – δε θέλω να φαίνομαι, να επιδείχνομαι• κρατιέμαιστην αφάνεια•
    оставлять в -и что – αφήνω κάτι σκοτεινό (ασαφές, αδιευκρίνιστο)•
    ходить, (идти, следовать) за кем как тень – παρακολουθώ κάποιον άγρυπνα, τον παίρνω στο κοντό, σαν τη σκιά του•
    тень падает на кого-что – αμαυρώνεται η αξιοπρέπεια κάποιου• (одна) тень осталось от кого έγινε σαν το ίσκιωμα (κάτισχνος)•теньи под глазами οιδήματα (σακκουλίτσες)κάτω από τα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > тень

  • 8 у

    у 1
    επιφ. κραυγής• ου!
    у 2
    επιφ.
    1. αγανάκτησης• ουφ!
    2. φόβου• ου!
    3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!
    4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•

    стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•

    отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•

    поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•

    сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.

    || στον, στην, στο•

    сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•

    мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•

    работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•

    быть у власти είμαι εξουσία•

    у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.

    || у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•

    у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•

    || μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.

    у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•

    у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.

    || απο, εκ•

    взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.

    || σε, εις•

    смотри у меня κοίτα σε μένα.

    Большой русско-греческий словарь > у

  • 9 честной

    επ. παλ.
    1. τίμιος•

    честной крест τίμιος σταυρός.

    || ιερωμένος•

    честной отец πάτερ.

    2. ιερός, θρησκευτικός• εκκλησιαστικός.
    3. σεβαστός, έντιμος, αξιότιμος•

    -ые гости αξιότιμοι φιλοξενούμενοι•

    -ые господа αξιότιμοι κύριοι.

    εκφρ.
    - ая компания – παρέα της κακής ώρας ή του διαβόλου•
    мать -ая! – (απλ.)• μάνα μου! (για αναφώνηση χαράς, θαυμασμού, φόβου κλπ,)• -ое слово λόγος τιμής.

    Большой русско-греческий словарь > честной

См. также в других словарях:

  • φοβοῦ — φοβέω put to flight pres imperat mp 2nd sg (attic) φοβέω put to flight imperf ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόβου — Φόβος panic flight masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβου — φόβος panic flight masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Phi — Phi Inhaltsverzeichnis 1 Φάγε, πίε, εὐφραίνου. 2 φησὶν σιωπῶν …   Deutsch Wikipedia

  • φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… …   Dictionary of Greek

  • άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από …   Dictionary of Greek

  • αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο …   Dictionary of Greek

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»