Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φὴ+κύματα

  • 1 волна

    волна ж в разн. знач. το κύμα· короткие волны τα βραχέα κύματα· длина \волнаы το μήκος κύματος; на коротких -ax σε μήκος βραχέων κυμάτων
    * * *
    ж в разн. знач.
    το κύμα

    коро́ткие во́лны — τα βραχέα κύματα

    длина́ волны́ — το μήκος κύματος

    на коро́тких волна́х — σε μήκος βραχέων κυμάτων

    Русско-греческий словарь > волна

  • 2 волна

    -ы, πλθ. волны, δοτ. волнам, κ. волнам, οργν. волнами κ. волнами, προθτ. о волнах, κ. о волнах θ. κυρλξ. κ. μτφ. το κύμα•

    морская волна το κύμα της θάλασσας•

    речная волна το κύμα του ποταμού•

    солнце скрылось в волнах ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα κύματα•

    волна недовольства κύμα αγανάχτησης•

    волна света κύμα φωτός•

    стачечная волна απεργιακό κύμα•

    звуковая волна ηχητικό κύμα•

    электромагнитные -ы ηλεκτρομαγνητικά κύματα•

    длина -ы το μήκος κύματος.

    θ. (διαλκ.) το μαλλί.

    Большой русско-греческий словарь > волна

  • 3 абразия

    тех. η διάβρωση/εκτριβή των ακτών (από τα κύματα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абразия

  • 4 эфирный

    1. хим. αιθέρι/ος 2. рад. του αιθέρα
    - ые волны κύματα -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эфирный

  • 5 волна

    волн||а
    ж в разн. знач. τό κῦμα:
    \волна протеста κύμα διαμαρτυρίας· \волна забастовок τό ἀπεργιακό κῦμα· взрывная \волна τό ἐκρηκτικό κῦμα, ἡ ἐκρηξη· звуковая \волна τό ήχητικό κύμα, τό κύμα τοῦ ήχου· короткие волны τά βραχέα κύματα· длина \волнаώ τό μήκος τοῦ κύματος.

    Русско-новогреческий словарь > волна

  • 6 дробиться

    дроб||и́ться
    σπάνω, σπάζω, θρυμματίζομαι, κομματιάζομαι:
    во́лны \дробитьсяятся о скалы τά κύματα σπάζουν στους βράχους.

    Русско-новогреческий словарь > дробиться

  • 7 нырнуть

    нырнуть
    сов, нырять несов καταδύομαι, δίνω βουτιά, βουτώ:
    \нырнуть головой δίνω βουτιά μέ τό κεφάλι· ло́дка ныряет в волнах ἡ βάρκα σκεπάζεται ἀπό κύματά самолет нырну́л в облака τό ἀεροπλάνο χώθηκε στά σύννεφα.

    Русско-новогреческий словарь > нырнуть

  • 8 передатчик

    передатчик
    м радио ὁ πομπός:
    коротковолновый \передатчик ὁ πομπός σέ βραχέα κύματα.

    Русско-новогреческий словарь > передатчик

  • 9 приемник

    приемник
    м радио τό ραδιόφωνο[ν]:
    ламповый \приемник ραδιόφωνον μέ λυχνίες· коротковолновый \приемник ραδιόφωνο μέ βραχέα κύματα.

    Русско-новогреческий словарь > приемник

  • 10 реветь

    реветь
    несов
    1. μουγγρίζω/ οὐρλιάζω (о волке, собаке и т. п.) I βρυχώμαι (о льве)/ γκαρίζω (об осле, муле)/ βουίζω (о машинах и т. п.):
    корова ревет ἡ ἀγελάδα μουγγρίζει· моторы ревут τά μοτέρ βουίζουν волны ревели τά κύματα μούγγριζαν
    2. (громко плакать) разг σκούζω, κλαίω γοερά.

    Русско-новогреческий словарь > реветь

  • 11 электромагнитный

    электромагн||итный
    прил ἡλεκτρομαγνητικός:
    \электромагнитныйитные волны τα ήλεκτρομαγνητικά κύματα.

    Русско-новогреческий словарь > электромагнитный

  • 12 electromagnetic waves

    [ilektrəməɡ'netik]
    (waves of energy travelling through space etc, eg light waves, X-rays, radio waves.) ηέκτρομαγνητικά κύματα

    English-Greek dictionary > electromagnetic waves

  • 13 взволновать

    -ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взволнованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. αναταράσσω, προκαλώ, σηκώνω κύματα, τρικυμίζω.
    2. μτφ. ταράσσω ψυχικά, βάζω σε ανησυχία, φόβο, ανησυχώ, φοβίζω.
    1. αναταράσσομαι, είμαι τρικυμιώδης, φουρτουνιασμένος•

    море снова -лось η θάλασσα πάλι φουρτούνιασε.

    2. μτφ. ανησυχώ, ταράσσομαι, φοβούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > взволновать

  • 14 волновать

    -ную, -нуешь, μτχ. ενστ. волнующий, ρ.δ.μ.
    1. ταράζω, προκαλώ σάλο, κύματα, τρικυμίζω.
    2. μτφ. ανησυχώ•

    эти вести меня -ют αυτές οι ειδήσεις με ανησυχούν.

    3. παλ. παρακινώ σε ταραχές.
    1. (δια)κυμαίνομαι, κυματίζω• γίνομαι τρικυμιώδης.
    2. μτφ. ανησυχώ, ταράσσομαι• συγκινούμαι.
    3. αγαναχτώ.

    Большой русско-греческий словарь > волновать

  • 15 волновой

    επ.
    1. της κύμανσης•

    -ая теория света η θεωρία των κυμάνσεων του φωτός.

    2. (λαϊκή ποίηση) κυματίας, που σηκώνει κύματα.

    Большой русско-греческий словарь > волновой

  • 16 гребнистый

    επ.
    χτενοειδής (για κύματα).

    Большой русско-греческий словарь > гребнистый

  • 17 зыбь

    θ.
    1. φουσνιοθαλασσιά, καραντί ή κουφοθάλασσα ρυτίδωση•

    озеро подёрнулось -ью η λίμνη άρχισε να ρυτιδώνει.

    2. (παλ.) γεν. πλθ. зыби κύματα.

    Большой русско-греческий словарь > зыбь

  • 18 клубить

    -ит
    ρ.δ. κάνω, μετατρέπω σε τουλούπες (για καπνό, ατμό κ.τ.τ.).
    ανεβαίνω, κινούμαι κατά τολύπες (για καπνό, ατμό, σκόνη κ.τ.τ.).
    μαίνομαι, σηκώνω κύματα, αφρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > клубить

  • 19 отлив

    α.
    1. έκχυση• εκκένωση, άδειασμα.
    2. έκχυση με άντληση.
    3. (για νερά, κύματα κ.τ.τ.) κύλιση (γύρισμα) προς τα πίσω, επιστροφή.
    4. (γΐ-α μέταλλα) χύση, χύσιμο.
    5. η άμπωτη•

    отлив и гфилив άμπωτη και παλίρροια.

    || μτφ. μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. || υποχώρηση•

    временный отлив революции προσωρινή υποχώρηση της επανάστασης.

    6. απόχρωση•

    золотой отлив χρυσαφένια απόχρωση.

    || παλ. αναλαμπή, έκλαμψη φωτός• ανταύγεια, αντιλαμπή.

    Большой русско-греческий словарь > отлив

  • 20 отхлынуть

    ρ.σ. (για νερό, κύματα κ.τ.τ.)• ξεχύνομαι, εκρέω προς τα πίσω. || μτφ. (για πλήθος ανθρώπων)• γυρίζω πίσω, υποχωρώ, αποσύρομαι γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > отхлынуть

См. также в других словарях:

  • κύματα — κύ̱ματα , κῦμα anything swollen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερτζιανά κύματα — Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα (ραδιοκύματα ή ραδιοφωνικά κύματα) που χρησιμοποιούνται κυρίως στις ραδιοεπικοινωνίες (από μερικά χιλιοστά έως 30.000 μ.). Βλ. λ. ασύρματη επικοινωνία· Χερτς, Χάινριχ Ρούντολφ …   Dictionary of Greek

  • δεκατομετρικά κύματα — Ραδιοκύματα που έχουν μήκος κύματος από 10 εκ. έως 1 μ. και χρησιμοποιούνται στις ραδιοεπικοινωνίες και στους ραδιοεντοπισμούς. Τα κύματα αυτά έχουν πολύ χαμηλή απορρόφηση όταν περνούν μέσα από την ατμόσφαιρα, γι’ αυτό βρίσκουν εφαρμογή και στις… …   Dictionary of Greek

  • άλφα κύματα — Στοιχεία ηλεκτροεγκεφαλογραφικών διερευνήσεων της συνείδησης …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • συμβολή — Διάφορα φυσικά φαινόμενα εκδηλώνονται όταν στο χώρο επικαλύπτονται δύο περιοδικές διαταραχές κυματοειδούς τύπου και του αυτού είδους είτε μηχανικής (π.χ. ηχητικά κύματα) είτε ηλεκτρομαγνητικής (π.χ. φωτεινά κύματα) προέλευσης· τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»