-
1 πολύ-κλυστος
πολύ-κλυστος, viel aus-, bespülend, stark wogend; πόντος, Od. 4, 354. 6, 204. 19, 277; Hes. Th. 189. 199. – Pass., von den Wellen viel, stark bespült, Ap. Rh. 1, 595, φάραγγες Ὄσσης.
-
2 χειμάῤ-ῥοος
χειμάῤ-ῥοος, att. zsgzgn χειμάῤῥους, winterlich fluthend, von Regengüssen und geschmolzenem Schnee angeschwellt und reißend schnell hinströmend, Beiwort reißender Gießbäche, Berg- od. Waldströme; ποταμός Il. 13, 138; παρὰ ῥείϑροισι χειμάῤῥοις Soph. Ant. 708; φάραγγες ὕδατι χειμάῤῥῳ ῥέουσαι Eur. Tr. 449; διὰ χειμάῤῥου νάπης ἐπήδων Bacch. 1091; χαράδρα χειμάῤῥους Pol. 10, 30, 2; auch substantivisch, ὁ χειμ., Il. 11, 493, wie Plat. Legg. V, 736 a; Bian. 5 (IX, 278); übh. reißender Strom, τοὺς ἐκ τῶν οἰκιῶν χειμάῤῥους Dem. 55, 19.
-
3 ὑπο-βιβρώσκω
ὑπο-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), unterwärts fressen, in Etwas hineinfressen; Qu. Sm. 9, 381; φάραγγες ὑποβεβρωμέναι D. Sic. 3, 44.
-
4 ῥάκτος
См. также в других словарях:
φάραγγες — φάραγξ cleft fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
ορχμαί — ὀρχμαί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. μή] … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
ράχτα — τα, Ν βράχια σε ακτή τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ῥακτοί «φάραγγες» (πρβλ. ρακτός)] … Dictionary of Greek
ρακτός — ή, όν, Α 1. (για τόπο) κρημνώδης, δύσβατος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ῥακτοί (κατά τον Ησύχ.) «φάραγγες, πέτραι, χαράδραι». [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. αορ. ἐ ρράγ ην) + κατάλ. τός τών ρηματ. επιθ.] … Dictionary of Greek
υποβιβρώσκω — Α κατατρώγω από κάτω («φάραγγες ὑποβεβρωμέναι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βιβρώσκω «τρώω»] … Dictionary of Greek
όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… … Dictionary of Greek
srakʷ-to-, -ti- — srakʷ to , ti English meaning: sharp edged Deutsche Übersetzung: ‘scharfkantig, scharfe Kante, Ecke, Felszacke”? Material: O.Ind. sraktí f. “prong, spike, point, edge”, Av. sraxti , ϑraxti “point, edge, Seite”; Gk. ῥακτοί φάραγγες … Proto-Indo-European etymological dictionary