-
61 νεβροφανής
νεβρο-φᾰνής, ές,A fawn-like, Nonn.D.5.363.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεβροφανής
-
62 νυκτιφανής
νυκτῐ-φᾰνής, ές, = foreg.,AΜήνη Herm.
ap. Stob.1.5.14, cf. PMag.Par.1.1794.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτιφανής
-
63 ξυλοφανής
ξῠλο-φᾰνής, ές,II resembling wood, Archig. ap. Orib.8.2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλοφανής
-
64 παλαιοφανής
πᾰλαιο-φᾰνής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιοφανής
-
65 πασιφανής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πασιφανής
-
66 πεζοφανής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεζοφανής
-
67 πολυφανής
A very conspicuous, Jo.Gaz.Ecphr.2.322, Eust.254.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφανής
-
68 προσθοφανής
προσθο-φᾰνής, ές,A showing in front, Gal.18(1).777.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσθοφανής
-
69 πρωτοφανής
πρωτο-φᾰνής, ές,II metaph., π. καλύκων, of a girl, IG9(2).649.3 (Thess.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοφανής
-
70 πυριφανής
πῠρι-φᾰνής, ές,A appearing in fire, PMag.Par.1.3023.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυριφανής
-
71 σαρκοφανής
σαρκο-φᾰνής, ές,II Subst., open-work garment, ἄρτι μοι πέμψον σαρκοφανὴν ἔχοντα κτλ. POxy. 936.26 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαρκοφανής
-
72 σκιοφανής
σκῐο-φᾰνής, ές,A shadowy, phantom-like, Eust.1699.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιοφανής
-
73 ταυροφανής
ταυρο-φᾰνής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταυροφανής
-
74 ταὐτοφανής
ταὐτο-φᾰνής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταὐτοφανής
-
75 τηλεφανής
A far-seen, conspicuous,τύμβος Od.24.83
;πῦρ Pi. Fr.129.7
, Aret.SD2.13;πέτρα Men.312
(anap.); (lyr.).2 metaph. of hearing, heard plainly from afar, (lyr.), cf.τηλωπός 2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλεφανής
-
76 χαλκοφανής
χαλκο-φᾰνής, ές,A having the appearance of copper, Dsc.5.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκοφανής
-
77 χρυσοφανής
χρῡσο-φᾰνής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοφανής
-
78 ψευδοφανής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδοφανής
-
79 ἀγαθοφανής
ἀγαθο-φανής, ές,A appearing good, hypocritical, Democr.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαθοφανής
-
80 ἀγριοφανής
ἀγριο-φανής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριοφανής
См. также в других словарях:
Φάνης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάνης — fem nom sg φαίνω A ren. aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) φανάω pres ind act 2nd sg φανάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάνῃς — Φάνης masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάνης — I Ονομασία του Δημιουργού Έρωτα στην Ορφική θεογονία. Ήταν ένας πρωτόγονος θεός που ξεπήδησε από το αβγό του κόσμου, το οποίο γέννησε η Νυξ. Στις Ορφικές Ραψωδίες, που διασώθηκαν από τον Ιερώνυμο και τον Ελλάνικο, ο Χρόνος αναφέρεται ως αιτία των … Dictionary of Greek
φανῆς — φαίνω A ren. fut ind act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) φανή torch fem gen sg (attic epic ionic) φᾱνῆς , φανός 1 shining fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανῇς — Φάνη fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανῇς — φαίνω A ren. aor subj pass 2nd sg φανάω pres subj act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανάω pres subj act 2nd sg (epic ionic) φανή torch fem dat pl (epic) φᾱνῇς , φανός 1 shining fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάνῃς — φαίνω A ren. aor subj act 2nd sg φά̱νῃς , φαίνω A ren. aor subj act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κακριδής, Φάνης — (Αθήνα 1933 –). Φιλόλογος και καθηγητής πανεπιστημίου, γιος του Ιωάννη Κακριδή (βλ. λ.). Μετά τις σπουδές του στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της κλασικής φιλολογίας στα πανεπιστήμια… … Dictionary of Greek
Μιχαλόπουλος, Φάνης — (Αθήνα 1895 – 1960). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά εμφανίστηκε στον κόσμο των γραμμάτων ως ποιητής και λογοτέχνης, δημοσιεύοντας ποιήματα και φιλολογικές μελέτες σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά,… … Dictionary of Greek
φανῆις — φανῇς , φαίνω A ren. aor subj pass 2nd sg φανῇς , φανάω pres subj act 2nd sg (doric) φανῇς , φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανῇς , φανάω pres subj act 2nd sg (epic ionic) φανῇς , φανή torch fem dat pl (epic) φᾱνῇς , φανός 1 shining fem dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)