-
1 φθινοπωρινός
φθινοπωρινός, ή, όν (φθινόπωρον, ‘of late autumn’ fr. φθίνω and ὀπώρα) belonging to late autumn (Aristot., HA 5, 11; Polyb. 4, 37, 2; Plut., Mor. 735b ὁ φθινοπωρινὸς ἀήρ, ἐν ᾧ φυλλοχοεῖ τὰ δένδρα; Aelian, NA 14, 26 p. 358, 24; PHib 27, 170 [III B.C.]). In Jd 12 factious teachers are called δένδρα φθινοπωρινὰ ἄκαρπα trees in late autumn, without fruit (w. νεφέλαι ἄνυδροι). The point of the comparison is prob. that trees which have no fruit at the time of harvest (s. JMayor, φθινοπωρινός: Exp. 6th ser., 9, 1904, 98–104, The Ep. of St. Jude and 2 Pt 1907, 55–59) have not fulfilled the purpose for which they exist, any more than waterless clouds.—B. 1015. DELG s.v. φθίνω. M-M. EDNT.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > φθινοπωρινός
-
2 φθινοπωρινος
-
3 φθινοπωρινός
φθινοπωρινόςautumnal: masc nom sg -
4 φθινοπωρινός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φθινοπωρινός
-
5 φθινοπωρινός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φθινοπωρινός
-
6 φθινοπωρινός
η, ό[ν] осенний -
7 φθινοπωρινός
(поздне)осенний.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φθινοπωρινός
-
8 φθινοπωρινός
[фтинопоринос]εκ. осенний.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φθινοπωρινός
-
9 φθινοπωρινός
[фтинопоринос] επ осенний. -
10 φθινοπωρινός
A autumnal, Hp.Aph.2.25, Plu.2.735b, Gal.6.443;ἰσημερία ἡ φ. Arist.HA 543b9
, PHib.1.27.170 (iii B. C., without ἡ), Plb.4.37.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθινοπωρινός
-
11 φθινοπωρινός
φθιν-οπωρινός, aus dem Herbste, vom Herbste, herbstlich -
12 φθινοπωρινός
sonbahar -
13 φθινοπωρινός
automnal -
14 φθινοπωρινός
jesienny przym. -
15 φθινοπωρινός
podzimní -
16 φθινοπωρινός
autumnalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φθινοπωρινός
-
17 podzimní
φθινοπωρινός -
18 autumnal
φθινοπωρινός -
19 jesienny
φθινοπωρινός -
20 φθινοπωρινά
φθινοπωρινόςautumnal: neut nom /voc /acc plφθινοπωρινά̱, φθινοπωρινόςautumnal: fem nom /voc /acc dualφθινοπωρινά̱, φθινοπωρινόςautumnal: fem nom /voc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
φθινοπωρινός — φθινοπωρινός, ή, ό και χινοπωρινός, ή, ό 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται το φθινόπωρο, αυτός που είναι του φθινοπώρου: Φθινοπωρινή βροχή. 2. αυτός που χρησιμοποείται το φθινόπωρο: Φθινοπωρινό ντύσιμο. 3. αυτός που προκαλείται από το φθινόπωρο:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθινοπωρινός — autumnal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινός — ή, ό / φθινοπωρινός, ή, όν, ΝΑ [φθινόπωρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο 2. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά την παραπάνω εποχή (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «ἰσημερία ἡ φθινοπωρινή», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμοποιείται … Dictionary of Greek
φθινοπωρινά — φθινοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc pl φθινοπωρινά̱ , φθινοπωρινός autumnal fem nom/voc/acc dual φθινοπωρινά̱ , φθινοπωρινός autumnal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινῶν — φθινοπωρινός autumnal fem gen pl φθινοπωρινός autumnal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινόν — φθινοπωρινός autumnal masc acc sg φθινοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωριναῖς — φθινοπωρινός autumnal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωριναί — φθινοπωρινός autumnal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινοῖς — φθινοπωρινός autumnal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινοί — φθινοπωρινός autumnal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινοῦ — φθινοπωρινός autumnal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)