-
1 φύρδην
φύρδην, adv., gemischt, vermischt, geknetet, verwirrt, unordentlich; Aesch. Pers. 798; Sp., σίδαρον φύρδαν μεστὸν ἔχουσα φόνου, = πεφυρμένον, Antp. Th. 26 (VII, 531); auch in Prosa, φ. μάχεσϑαι Xen. Cyr. 7, 1,37; Pol. 16, 8,9; φύρδην πάντα ἐπράττετο 30, 14, 6.
См. также в других словарях:
φύρδαν — φύρδᾱν , φύρδην in utter confusion doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύρδην — ΝΑ, και δωρ. τ. φύρδαν Α επίρρ. νεοελλ. φρ. «φύρδην μίγδην» τελείως ανακατεμένα, ανάκατα, με πλήρη ακαταστασία ή σε πλήρη σύγχυση αρχ. ανακατεμένα, ακατάστατα (α. «φύρδην ἐμάχοντο καὶ πεζοὶ καὶ ἱππεῑς», Ξεν. β. «φύρδην πάντα ἐπράττετο», Πολ.).… … Dictionary of Greek