-
1 ἀμφι-φοβέομαι
ἀμφι-φοβέομαι, umflüchten; Iliad. 16. 290 ἕταροι δέ μιν ἀμφεφόβηϑεν Παίονες, Scholl. Didym. Αρίσταρχος Ἰακῶς ἀμφὶ φόβηϑεν; Scholl. BL ἐκ πλήρους ἡ ἀμφί. τὸ δὲ ἑξῆς ἀμφί μιν ἤτοι περὶ αὐτὸν οἱ Παίονες ἐφόβηϑεν; vgl. die Nachahmung Qu. Sm. 2, 546 u. 11, 117, wo es, mit βέλος verbunden, sich vor dem Geschoß fürchten bedeutet.
См. также в других словарях:
φοβηθέν — φοβέω put to flight aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόβηθεν — φοβέω put to flight aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζηθμός — κνυζηθμός, ὁ (Α) 1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.) 2. μούγκρισμα θηρίου 3. κλαψούρισμα παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός] … Dictionary of Greek