-
21 сияющий
сия||ющий1. прич. и прил λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος, ἀστραφτερός·2. прил перен φωτεινός. -
22 светлый
[σβιέτλυϊ] εκ. φωτεινός -
23 светящийся
[σβιτγιάστσιΐσγια] εκ. φωτεινός -
24 яркий
[γιάρκιϊ] εκ. φωτεινός, έντονος -
25 светлый
[σβιέτλυϊ] επ φωτεινός -
26 светящийся
[σβιτγιάστσιΐσγια] επ φωτεινός -
27 яркий
[γιάρκιϊ] επ φωτεινός, έντονος -
28 венец
-нца α.1. παλ. στεφάνι.2. παλ. στέμμα, κορώνα• διάδημα.3. γαμήλιο στεφάνι.4. μτφ. κορωνίδα.5. αλώνι, άλως, φωτεινός κύκλος των ουρανίων σωμάτων6. περίζωμα οικοδομής.7. στεφάνωμα, στέψη•до -нца πρίν τη στέψη•
после -нца μετά τη στέψη.
εκφρ.идти под венец – παλ. στεφανώνομαι, παντρεύομαι. -
29 зажечь
-жгу, -жжешь, -жгут, παρλθ. χρ. зажег-жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заж-женный, βρ: -жжен, жжена-жженоρ.σ.μ.1. ανάβω•зажечь лампу ανάβω τη λάμπα•
зажечь спичку ανάβω το σπίρτο•
зажечь свет ανάβω το φως.
2. μτφ. διεγείρω, τονώνω, ζωηρεύω, ζωπυρώ.ανάβω, καίω, φέγγω•|| εμφανίζομαι φωτεινός. || μτφ. (για μάτια) λάμπω, α-οτράφτω. || εμφανίζομαι (για αισθήματα κλπ.).κυριεύομαι, κατέχομαι, ανάβω. -
30 красный
επ., βρ: -сен, -сни, -сно.1. κόκκινος, ερυθρός•-ое знамя κόκκινη σημαία•
-цвет κόκκινο χρώμα.
2. αριστερός (στις ιδέες).ουσ. ο αριστερός.3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•-ая девица όμορφο κορίτσι.
4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•красный день καθαρή μέρα.
5. παλ. τιμητικός, επίσημος.εκφρ.- ая Армия – Κόκκινος Στρατός•- ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•красный гриб – βλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•- ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•- ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•- ая икра – κόκκινο χαβιαρι•красный крест – ερυθρός σταυρός•общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•красный лес – βλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•- ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•красный товар – τα υφάσματα•- ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•-ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•- ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•-ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•под -ую шапку попасть ή угодить – παλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•красный фонарь – παλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•красный петух – βλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια. -
31 лучезарный
επ.1. αντινοβόλος.2. μτφ. λαμπρός, φωτεινός•-ое будущее το φωτεινό μέλλο•
-ые надежды φωτεινές ελπίδες.
3. μτφ. αστραποβόλος•-ые глаза αστραποβόλα μάτια.
-
32 просветлённый
επ. από μτχ.φωτεινός, χαρούμενος, άσμενος, εϋχαρης. -
33 радужный
επ.1. ιριώδης.2. μτφ. φωτεινός, λαμπρός• εύθυμος•-ое будущее φωτεινό μέλλον•
-ое настроение φαιδρότητα, ευθυμία•
-ая надежда φωτεινή ελπίδα.
εκφρ.- ая оболочка – ίριδα του ματιού: видеть(представлять) в -ом свете παρουσιάζω (όλα) ρόδινα. -
34 светать
-аетρ.δ.1. (απρόσ.) φέγγω, ξημερώνω•начинает светать αρχίζει να φέγγει.
2. γίνομαι πιο φωτεινός•день -ает η μέρα γίνεται πιο φωτεινή.
-
35 светлеть
ρ.δ.1. γίνομαι φωτε ι νός, λαμπρός•-еет взгляд γίνεται φωτεινό το βλέμμα•
ум -еет ο νους γίνεται φωτεινός.
2. (απρόσ.) ξημερώνω, φέγγω•-ло έφεξε, ξημέρωσε.
|| λάμπω από χαρά, αγαλλιάζω, ευφραίνομαι•у него на душе -ло αγαλλίασε (ευφράνθηκε) η ψυχή του.
3. λάμπω, φωτίζω.βλ. ρ. ενεργ. φ. (1, 3 σημ.). -
36 световой
επ.του φωτός• φωτεινός•световой поток δέσμη φωτός•
-ая реклама φωτεινή ρεκλάμα•
световой сигнал βλ. фотосигнал, -ая ванна το φωτόλουτρο•
световой год έτος φωτός.
-
37 светозарный
επ., βρ: -рен, -рна, -о(γραπ. λόγος) φωτεινός, φωτερός, λαμπερός. || φεγγοβόλος, φωτοβόλος• φωτογόνος. || μτφ. λαμπρός•-ая жизнь λαμπρή (χρυσή) ζωή.
-
38 табло
ουδ. άκλ. πίνακας, ταμπλό•сигнальное, световое табло σηματοδοτικός φωτεινός πίνακας.
-
39 ясный
επ., βρ: ясен, ясна, ясно, ясны.1. φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος•-ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•
ясный свет λαμπερό φως.
|| στιλπνός, λείος, γυαλιστερός• αστραφτερός•-ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.
2. αίθριος, ξάστερος•-ое небо αίθριος ουρανός•
-ая погода ξαστεριά.
|| διαυγής, διαφανής, καθαρός•ясный воздух καθαρός αέρας.
3. μτφ. ασυσκότιστός, ήσυχος, γαλήνιος•-ая душа ήσυχη (γαλήνια) ψυχή.
4. ευδιάκριτος, διαυγής, εναργής, ευκρινής•-ая дикция καθαρή προφορά•
ясный почерк καθαρός (ευανάγνωστος) γραφικός χαρακτήρας.
|| πειστικός•-ое доказательство χειροπιαστή (απτή) απόδειξη.
|| σαφής•ясный ответ σαφής απάντηση•
-ое понятие σαφής έννοια.
5. ολοφάνερος, προφανής, πρόδηλος•-ое намерение φανερή πρόθεση.
εκφρ.- ое дело – φανερή υπόθεση•ясный сокол – παλικάρι, λεβέντης•ясный соколик – παλικαράκι, λεβεντάκος•яснее -ого – καταφανώς, ολοφάνερα, παραπάνω από σαφής, σαφέστατα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φωτεινός — shining masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 3. Πέθανε με … Dictionary of Greek
φωτεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο γεμάτος φως, που φωτίζει άπλετα, αυτός που φέγγει: Φωτεινά σήματα. 2. αυτός που φωτίζεται καλά, ο φωτερός: Φωτεινός διάδρομος. 3. μτφ., διαυγής, σαφής, ευκρινής: Έχει φωτεινό μυαλό. 4. το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όνομ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φωτεινός, Γεώργιος — (1876 – 1961). Γιατρός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Τελείωσε την Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης και σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο διάστημα από το 1903 έως το 1907 πήγε για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ευρώπη, όπου και… … Dictionary of Greek
φωτεινά — φωτεινός shining neut nom/voc/acc pl φωτεινά̱ , φωτεινός shining fem nom/voc/acc dual φωτεινά̱ , φωτεινός shining fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινότερον — φωτεινός shining adverbial comp φωτεινός shining masc acc comp sg φωτεινός shining neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινοτάτων — φωτεινός shining fem gen superl pl φωτεινός shining masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινῶν — φωτεινός shining fem gen pl φωτεινός shining masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινόν — φωτεινός shining masc acc sg φωτεινός shining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινότατα — φωτεινός shining adverbial superl φωτεινός shining neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινότατον — φωτεινός shining masc acc superl sg φωτεινός shining neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)