-
1 φωτίζω
[фотизо] р. освещать, бросать свет.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωτίζω
-
2 освещать
φωτίζω, ρίχνω φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освещать
-
3 засвечивать
1. (зажечь что-л. для освещения) φωτίζω 2. (испортить плёнку, пластинку и т.п., дав проникнуть световым лучам) φωτίζω, αχρηστεύω (λόγω έκθεσης σε φως).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засвечивать
-
4 осветить
-
5 светить
-
6 осветить
-ещу, -етишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освещенный, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. φωτίζω, φέγγω, ρίχνω φως•луна -ла поля το φεγγάρι φώτισε τα χωράφια•
осветить фана-рм дорогу φωτίζω με το φανάρι το δρόμο•
улыбка -ла его лицо το χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του.
2. μτφ. διασαφηνίζω, ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω διευκρινίζω.1. φωτίζομαι.2. μτφ. λάμπω•его лицо -лось радостью το πρόσωπο του έλαμψε από χαρά.
-
7 просветить
-свечу, -светишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просвеченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.1. μ. διαφέγγω. || φωτίζω, κάνω κάτι ορατό.2. φωτίζω.φωτίζομαι.-свещу, -светишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просвещённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ. διαφωτίζω, κάνω διαφώτιση. || διευκρινίζω, διασαφηνίζω.διαφωτίζομαι. -
8 светить
свечу, светишьρ.δ.1. φέγγω, φωτίζω, λάμπω•луна -тит το φεγγάρι φωτίζει•
звзды -ят τ αστέρια λάμπουν•
солнце -ит для всех ο ήλιος φωτίζει για όλους.
|| ρίχνω φως•он -ил мне, пока я сходил с лестницы αυτός μου έφεγγε όσο εγώ κατέβαινα τη σκάλα.
|| μτφ. χαροποιώ, ανακουφίζω• δίνω ευτυχία, αίγλη.2. ανταυγάζω, αντιλάμπω, αντιφέγγω. || ακτινοβολώ, απαυγάζω, καταυγάζω.3. μτφ. λάμπω από χαρά, ευχαρίστηση•глаза е -ли τα μάτια της έλαμπαν,
1. φέγγω, φωτίζω•вдали что-то -ится μακριά στο βάθος κάτι φέγγει.
|| φωτίζομαι.2. βλ. ενεργ. φ. (2 σημ.).3. μτφ. βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).4. διαφαίνομαι. || λάμπω από χαρά, ικανοποίηση, ευχαρίστηση κ.τ.τ. -
9 облучать
1. (с воздействием на свойства материала или организма) ακτινοβολώ, εκθέτω ή υποβάλλω σε ακτινοβολία 2. (направлять излучение на объект в целях обнаружения, измерения дальности и т.п.) ακτινοβολώ, φωτίζω, καταυγάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > облучать
-
10 просвечивать
1. (с помощью лучей сделать видимым внутренность кого-, чего-л.) φεγγίζω 2. (в зависимости от вида радиации) φωτίζω, διαφέγγω, ακτινοσκοπώ, εξετάζω με ακτίνες Засветиться сквозь что-л) διαφέγγω, διαφωτίζω 4. (виднеться сквозь что-л.) διακρίνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просвечивать
-
11 озарить
озаритьсов, озарять несов прям., перен φωτίζω:надежда озарила ее лицо́ ἡ ἐλπίδα φώτισε τό πρόσωπο της. -
12 осветить
осветитьсов, освещать несов1. φωτίζω, φέγγω:солнце осветило луга ὁ ήλιος φώτισε τά λειβάδια· \осветить фонарем φέγγω μέ τό φανάρι·2. пере ἡ. διασαφώ, διασαφηνίζω:\осветить обстановку διασαφηνίζω τήν κατάσταση· \осветить в печати πραγματεύομαι δνα θέμα στον τύπο, προβάλλω στον τύπο· \осветиться φωτίζομαι / λάμπω (тж. перен):лицо его осветилось улыбкой τό πρόσωπο του ἐλαμψε ἀπό χαρούμενο μειδίαμα. -
13 осенять
осенятьнесов1. (о мысли, догадке и т. п.) φωτίζω·2. (покрывать тенью) поэт. уст. (ἐπι)σκιάζω. -
14 свет
свет Iм в разн. знач. τό φως:лунный \свет τό φως τής σελήνης, τό φεγγαρόφωτο, τό σεληνόφως· рассеянный \свет τό διάχυτο φως· отраженный \свет τό φως ἀπό ἀντανάκλαση· электрический \свет τό ἡλεκτρικό φῶς· зажигать \свет ἀνάβω τό φως· при \свете лампы μέ τό φως τής λάμπας· при \свете луны στό φως τής σελήνης· чуть \свет στά βαθειά χαράματα· рассматривать что́-л. на \свет κοιτάζω κάτι στό φως· представлять что-л. в выгодном \свете παρουσιάζω κάτι ὅπως μοῦ συμφέρει· бросать (проливать) \свет на что́-л. χύνω φῶς πάνω σέ κάτι, φωτίζω κάτι, διαλευκάνω· нн \свет ни заря τά χαράματα, στό λυκαυγές· \света (белого) невзвидеть разг μοῦ φαίνεται ὁ οὐρανός σφοντύλι.свет IIλ·1. (мир, вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν, ἡ οἰκουμένη, ἡ ὑφήλιος, ὁ ντουνιδς:страны \света τά σημεία τού ὁρίζοντος· части \света τά μέρη τοῦ κόσμου· на краю \света στά πέρατα τοῦ κόσμου, στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· путешествие вокру́г \света а) ταξείδιον γύρω στή γή, б) κάνω τόν γύρο τοδ κόσμου μέ πλοίο (на корабле)· бродить по \свету περιπλανιέμαι, πλανιέμαι, γυρίζω τόν κόσμο·2. (общество) ἡ κοινωνία, ὁ κόσμος:всему́ \свету известно σ· ὅλους εἶναι γνωστό, ὅλ,ος ὁ κόσμος τό ξέρει· высший \свет уст. ἡ ἀριστοκρατία, ἡ ὑψηλή κοινωνία· ◊ увидеть \свет (о произведении и т. п.) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι δημοσιεύομαι· выпустить в \свет ^ (издать) δημοσιεύω, ἐκδίδω· производить на \свет φέρω στον κόσμο, γεννῶ· являться на \свет γεννιέμαι· сжить со \света ἐξοντώνω κάποιον отправить на тот \свет στέλλω στον ἄλλο κόσμο· отправиться на тот \свет τά τινάζω· на э́том \свете σ' αὐτόν τόν κόσμο· больше всего́ на \свете περισσότερο ἀπ' ὅλα στον κόσμο· ни за что на \свете! разг γιά τίποτα στον κόσμο!· \свет не клином сошелся поел. ὁ κόσμος δέν χάθηκε, δέ χάλασε ὁ κόσμος· ругаться на чем \свет стои́т разг βρίζω σάν ἀμαξας. -
15 светить
свети||тьнесов1. (излучать свет) φέγγω, λάμπω, ἀκτινοβολώ·2. (освещать) φωτίζω. -
16 озарять
[αζαργιάτ'] ρ. φωτίζω -
17 ас. φωηστικός
[ασβιστσάτ’] ρ. φωτίζω -
18 освещать
[ασβιστσάτ’] ρ. φωτίζω -
19 осенять
[ασινγιάτ'] ρ. φωτίζω -
20 озарять
[αζαργιάτ'] ρ φωτίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φωτίζω — shine pres subj act 1st sg φωτίζω shine pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτίζω — φωτίζω, φώτισα βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. φωτίζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φωτίζω — ΝΑ, και φωτάω Ν [φῶς, φωτός] 1. παρέχω φως (α. «η λάμπα φωτίζει το δωμάτιο» β. «ὁ ἥλιος φωτίζει τὸν κόσμον», Διόδ.) 2. μτφ. παρέχω εξηγήσεις, διευκρινίσεις, διαφωτίζω (α. «η ανάκριση φώτισε το έγκλημα» β. «οι Βυζαντινοί σχολιαστές φώτισαν αρκετά… … Dictionary of Greek
φωτίζω — φώτισα, φωτίστηκα, φωτισμένος, μτβ. και αμτβ. 1. δίνω φως, φέγγω, λάμπω: Αυτό το φανάρι δε φωτίζει καλά. 2. μτφ., διαφωτίζω, δίνω εξηγήσεις, πληροφορώ, κάνω κάποιον ενήμερο: Θέλω να με φωτίσεις σ αυτότο θέμα. 3. έχω ισχυρή την όραση: Με όλα τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεφωτισμένα — φωτίζω shine perf part mp neut nom/voc/acc pl πεφωτισμένᾱ , φωτίζω shine perf part mp fem nom/voc/acc dual πεφωτισμένᾱ , φωτίζω shine perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτίζεσθε — φωτίζω shine pres imperat mp 2nd pl φωτίζω shine pres ind mp 2nd pl φωτίζω shine imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτίζῃ — φωτίζω shine pres subj mp 2nd sg φωτίζω shine pres ind mp 2nd sg φωτίζω shine pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτίσουσι — φωτίζω shine aor subj act 3rd pl (epic) φωτίζω shine fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φωτίζω shine fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτίσουσιν — φωτίζω shine aor subj act 3rd pl (epic) φωτίζω shine fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φωτίζω shine fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτίσω — φωτίζω shine aor subj act 1st sg φωτίζω shine fut ind act 1st sg φωτίζω shine aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφωτισμέναι — φωτίζω shine perf part mp fem nom/voc pl πεφωτισμένᾱͅ , φωτίζω shine perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)