-
41 φωνάι
-
42 φωνᾶι
-
43 φωνάς
-
44 φωνᾶς
-
45 φωνήσι
-
46 φωνῇσι
-
47 φωνήσιν
-
48 φωνῇσιν
-
49 φωναίς
-
50 φωναῖς
-
51 φωναίσι
-
52 φωναῖσι
-
53 φωναίσιν
-
54 φωναῖσιν
-
55 φωνών
-
56 φωνῶν
-
57 φωνάν
φωνά̱ν, φωνήsound: fem acc sg (doric aeolic) -
58 φωνάς
φωνά̱ς, φωνήsound: fem acc pl -
59 φωνέων
φωνέωproduce a sound: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)φωνήsound: fem gen pl (epic ionic) -
60 αἱμακουρία
1 funeral sacrifice νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται, Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθεὶς τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ. Βοιωτικὴ ἡ φωνή. Βοιωτοὶ γὰρ αἱμακουρίας τὰ τῶν νεκρῶν ἐναγίσματα λέγουσιν. Σ.) O. 1.90
См. также в других словарях:
φωνή — sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
φωνή — η 1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων. 2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός). 3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου. 4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωνῇ — φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνῆι — φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνῇ , φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖς — φωνή sound fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖσι — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖσιν — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναί — φωνή sound fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνᾶς — φωνή sound fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνᾷ — φωνή sound fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)