Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φωνὴν+ἱέναι

  • 1 Utter

    adj.
    Extreme: P. and V. ἔσχατος, τελευταῖος.
    Very great: P. and V. μέγιστος, V. πέρτατος.
    Entire: P. and V. παντελής; see Entire.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. έναι, φιέναι, φθέγγεσθαι, V. μεθιέναι, χεῖν, θωΰσσειν, γηρεσθαι, Ar. and V. χάσκειν, λάσκειν, ἐκχεῖν; see also Speak, Proclaim.
    Fling out: P. and V. ἐκβάλλειν, V. ῥίπτειν, ἐκρίπτειν, πορρίπτειν.
    Utter by way of reproach: Ar. and V. ἐπιγλωσσᾶσθαι.
    No one dared utter a syllable: P. ἐτόλμησεν οὐδεὶς... ῥῆξαι φωνήν (Dem. 126).
    I thought I had suffered justly for having uttered a word: P. ἡγούμην δίκαια πεπονθέναι ὅτι ἔγρυξα (Plat., Euthy. 301A).
    Not to utter a syllable: P. οὐδὲ φθέγγεσθαι.
    Disclose: P. and V. ἐκφέρειν, μηνειν; see Disclose.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Utter

См. также в других словарях:

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»