-
1 θάνατος
ο1) смерть (тж. о животном, растении); кончина;φυσικός (βίαιος) θάνατος — естественная (насильственная) смерть;
αίφνίδιος θάνατος — скоропостижная смерть;
μετά -ατον посмертно;σε περίπτωση -ατού в случае (или на случаи) смерти; 2) перен. смерть, гибель;πολιτικός θάνατος — гражданская смерть;
ηθικός θάνατος — нравственное падение;
αυτό είναι θάνατος γιά μάς — это для нас гибель, катастрофа;
του είναι θάνατος η παύση του από την εργασία — увольнение с работы для него равносильно смерти;
3) потеря (разума, рассудка и т. п.);θάν της μνήμης — потеря памяти;
§ σιγή -ατού гробовое молчание;μισώ μέχρι -ατού смертельно ненавидеть; μάχομαι μέχρι -ατού сражаться не на жизнь, а на смерть; είμαι μεταξύ ζωής και -ατού быть между жизнью и смертью;είναι γιά θάνατο — его дни сочтены (о больном);
καταδικάζω σε θάνατό — выносить смертный приговор
-
2 смерть
смерт||ьж ὁ θάνατος:естественная (насильственная) \смерть ὁ φυσικός (ό βίαιος) θάνατος· гражданская \смерть ὁ πολιτικός θάνατος· умереть \смертьью героя πεθαίνω σάν ήρωας· спаса́ть от \смертьи σώζω ἀπό τόν θάνατο· ◊ лагерь \смертьи τό στρατόπεδο τοῦ θανάτου· быть при́ \смертьи πνέω τά λοίσθια, ψυχορραγώ· быть между жизнью и \смертью εἶμαι μεταξύ ζωής κα£ θανάτου· сражаться не на жизнь, а на \смерть μάχομαι μέχρι θανάτου· на слу́чай \смертьи σέ περίπτωση θανάτου· до \смертьи надоело βαρέθηκα φοβερά.
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek