-
21 συμφῡλέτης
συμ-φῡλέτης, ὁ, aus derselben φυλή, contribulis, übh. Landsmann -
22 ταξίαρχος
ταξί-αρχος, ὁ, Anführer einer größerern Heeresabteilung, Oberster, Feldhauptmann. Bes. in Athen der Anführer einer τάξις, die eine φυλή stellte, also einer kleinern Schar, dasselbe, was bei der Reiterei φύλαρ χος -
23 τάξις
τάξις, ἡ, (1) das Ordnen oder Stellen, die Ordnung, Stellung, Anordnung, Einrichtung; τάξιν ποιεῖσϑαι, anordnen; übh. Ordnung, Ggstz von ἀταξία. Bes. (a) die Aufstellung der Soldaten in Reih u. Glied oder in Schlachtordnung; (b) die Bestimmung, Festsetzung, φόρου, Auferlegung eines Tributs; (2) das Geordnete, Gestaltete, bes. (a) bei den Soldaten Reih und Glied. Schlachtordnung; eine Abteilung Soldaten; bes. in Athen die Abteilung des Fußvolks, die eine jede φυλή ins Feld stellen mußte und die der ταξίαρ χος befehligte, bald größere, bald kleinere Schar. Allgemeiner: φιλία γὰρ ἥδε τάξις, die Schar; (b) der in der Schlachtordnung angewiesene Platz, Posten. Übh. Platz, Stellung im bürgerlichen Leben, Rang; ἐν ἐχϑροῠ τάξει, in der Eigenschaft eines Feindes, als Feind; ὕστερον ὃν τῇ τάξει, der Zeit, der Ordnung nach -
24 τριττύς
τριττύς, ἡ, (1) die Zahl drei; (2) ein Opfer, das aus drei verschiedenen Tieren besteht, einem Stier, einem Bock u. einem Eber, suovetaurilia; es war bes. bei feierlichen Schwüren gebräuchlich; (3) in Athen eine Abteilung der φυλή, ein Dritteil, wahrscheinlich in Beziehung auf den Kriegsdienst. Aus dem äol. τριππύς entstand das lat, tribus -
25 φράτρα
φράτρα od. φράτρη, ἡ, eine durch Stamm- oder Familienverwandtschaft verbundene Volksabteilung, Volksstamm, Geschlecht; κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῠλα, κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρηφιν ἀρήγῃ, sondere die Kämpfer nach den Geschlechtern. Dann eine politische Volksabteilung, die ursprünglich auf Verwandtschaft beruhte; in Athen eine Unterabteilung der φυλή, welche aus drei φρᾶτραι bestand, deren Mitglieder φράτορες hießen und durch religiöse Gebräuche und Festlichkeiten mit einander verbunden waren; jede φράτρα hatte 30 γένη, so daß es nach Solons Verfassung 12 φρᾶτραι oder 360 γένη gab. Bei den Römern entsprachen den φράτραις die curiae, welche immer durch φρατρίαι wiedergegeben werden. Es scheint nicht mit frater zusammenzuhängen, sondern mit πατήρ, πάτρα -
26 φῡλάρχης
-
27 φῡλοβασιλεύς
φῡλο-βασιλεύς, ὁ, der von einer jeden φυλή zur Verrichtung der Opfer gewählte βασιλεύς, wie der rex sacrificulus der Römer
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Φυλή — a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλή — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής, του νομού Δυτ. Αττικής. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (69 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Μονή Κοίμησης Θεοτόκου Κλειστών (υψόμ. 420 μ.). Βρίσκεται στις νότιες… … Dictionary of Greek
φυλή — η 1. σύνολο προγόνων και απογόνων με κοινή καταγωγή και κοινά σωματικά χαρακτηριστικά, που διατηρούνται σταθερά με την τεκνογονία: Λευκή φυλή. 2. έθνος, εθνότητα: Ελληνική φυλή. 3. υποδιαίρεση είδους: Ανθρώπινες φυλές. 4. ως κύρ. όνομα, Φυλή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φυλῇ — Φυλῆι , Φυλεύς masc dat sg (epic ionic) Φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλῇ — φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind mid 2nd sg (doric) φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind act 3rd sg (doric) φῡλῇ , φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλή — φῡλή , φυλή a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύλη — Φύλης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκοποειδής φυλή — Φυλή που ανακαλύφθηκε σε απολιθώματα της νότιας Αφρικής και από την οποία κατάγονται οι σημερινοί Βουσμάνοι και Οτεντότοι. Η ονομασία οφείλεται στη Βόσκοπ, τοποθεσία στο Τράνσβααλ, όπου πρωτοβρέθηκε το 1913 απολιθωμένο κρανίο του homo sapiens.… … Dictionary of Greek
θιβετιανή φυλή — Φυλή που ανήκει στην ομάδα των προμογγολοειδών. Χαρακτηρίζεται από το κιτρινομελάχρινο έως το κοκκινομελάχρινο χρώμα του δέρματος, τα μαύρα ίσια μαλλιά, το κοντό ή μέσο ανάστημα, τα λίγο ανοιχτά μάτια, με ανώτατο βλέφαρο ισχυρά αναδιπλωμένο, αλλά … Dictionary of Greek
νοτιομογγολική φυλή — Φυλή του κλάδου των Μογγολιδών, που χαρακτηρίζεται από το μικρό ανάστημα (1,58 μ.) το καστανοκίτρινο χρώμα του δέρματος, το φαρδύ, συχνά και πεπλατυσμένο, πρόσωπο και την κοντή συνήθως μύτη με κοίλο προφίλ και πτερύγια διεσταλμένα. Τα χείλη… … Dictionary of Greek
ουραλική φυλή — Φυλή του κορμού των Προευρωπιδών, περιορισμένη σήμερα σε μια περιοχή της δυτικής Σιβηρίας (λεκάνη του Ομπ). Τα σωματικά χαρακτηριστικά της ουραλικής φυλής είναι τα τυπικά των Προευρωπιδών, δηλαδή το καστανόλευκο χρώμα του δέρματος, τα καστανά… … Dictionary of Greek