Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φυλάττω

См. также в других словарях:

  • φυλάττω — Α βλ. φυλάσσω …   Dictionary of Greek

  • φυλάττω — φυλάσσω keep watch and ward pres subj act 1st sg (attic) φυλάσσω keep watch and ward pres ind act 1st sg (attic) φῡλάσσω , φυλάζω form into tribes aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφρυκτωρώ — διαφρυκτωρῶ ( έω) (Μ) 1. φυλάττω ως φρυκτωρός* 2. επαγρυπνώ …   Dictionary of Greek

  • νυκτοφυλάξια — νυκτοφυλάξια, τὰ (Α) φυλάκιο τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φυλάττω] …   Dictionary of Greek

  • φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… …   Dictionary of Greek

  • Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… …   Dictionary of Greek

  • ԶԳՈՅՇ — (զգոյշք, ʼի զգուշի.) NBH 1 0727 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c ա.գ. ὀρατικός perspicax, cautus, circumspectus Որ ուշ ունի զգաստութեամբ. ուշադիր. արթուն. անձնապահ. եւ Երկիւղած. զգուշաւոր, աչքաբաց. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԶԳՈՒՇԱՆԱՄ — (ացայ, ցի՛ր.) NBH 1 0728 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c չ. Բցռ. խնդր. προσέχω, εὑλαβέομαι , διατηρέω, φυλάττω, ομαι, διαφυλάττω attendo, caveo, observo, custodio Զգոյշ լինել. զգոյշ կալ. պահել… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԱՀՊԱՆԵՄ — (եցի.) NBH 2 0589 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c ն. ՊԱՀՊԱՆԵՄ ՊԱՀՊԱՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. φυλάττω custodio, servo եւն. Պահել որպէս պահպան. վերակացու՝ պաշտպան՝ հովանի լինել. պատսպարել. *Պահպանեա՛ զմեզ Քրիստոս Աստուած մեր: Օրհնեսցի եւ պահպանեսցի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԱՀՊԱՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0589 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c ՊԱՀՊԱՆԵՄ ՊԱՀՊԱՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. φυλάττω custodio, servo եւն. Պահել որպէս պահպան. վերակացու՝ պաշտպան՝ հովանի լինել. պատսպարել. *Պահպանեա՛ զմեզ Քրիստոս Աստուած մեր: Օրհնեսցի եւ պահպանեսցի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»