-
1 φυλάττομαι
φυλάσσωkeep watch and ward: pres ind mp 1st sg (attic) -
2 εὐφύλακτος
A easy to keep or guard, A.Supp. 998; εὐ. ἡ καρδία well-guarded, Arist. PA 670a26; εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῦ ἀέρος more easily confined, Id.Sens. 438a15, cf. PA 656b2 ([comp] Sup.); ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι to be on one's guard, E.HF 201; - ότερα αὐτοῖς ἐγίγνετο it was easier for them to keep a look-out, Th.8.55;ὅπως εὐφύλακτα αὐτοῖς εἴη Id.3.92
, cf. Plu.Rom.18.II ([etym.] φυλάττομαι) easy to guard against, Arist. SE 174b35 ([comp] Comp.), D.C.57.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφύλακτος
См. также в других словарях:
φυλάττομαι — φυλάσσω keep watch and ward pres ind mp 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… … Dictionary of Greek