-
1 Φύλακ'
Φύλακε, Φύλακοςmasc voc sg -
2 φύλακ'
φύλακα, φύλαξwatcher: masc acc sgφύλακι, φύλαξwatcher: masc dat sgφύλακε, φύλαξwatcher: masc nom /voc /acc dualφύλακε, φυλακόςmasc voc sg -
3 φυλακτήρ
A = παννυχίς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακτήρ
-
4 φυλακτήριος
A serving as a protection,τὰ περί τι φ. Pl.Lg. 842d
, [suff] φῠλᾰκ-της, ου, ὁ, one who preserves,τῶν ἰδίων ἐθῶν Ph.2.577
(pl.), sed leg. -τικοί.II = φυλακτήρ, a magistrate at Cumae, Plu.2.291f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακτήριος
-
5 φυλακάρχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακάρχης
-
6 φυλακεία
φῠλᾰκ-εία, ἡ,A guard, protection, Poet.de herb.181, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακεία
-
7 φυλακεύς
φῠλᾰκ-εύς, έως, ὁ, [dialect] Ep. for φύλαξ, [dialect] Ep. pl. φυλακῆες Opp.C.4.295. -ή, ἡ, ([etym.] φύλαξ)A watching or guarding, esp. by night,φυλακῆς μνήσασθε Il.7.371
; φυλακὰς ἔχειν keep watch and ward, 9.1, 471;φ. κατέχειν E.Tr. 194
(lyr.); φυλακὴ ἔχει αὐτόν watching engages him, v.l. in Hes.Fr.188.4;φ. νυκτερινή Ar.V.2
: prov., γυμνῷ φυλακὴν ἐπιτάττειν tell an unarmed man to stand on the defensive, i.e. to give commands that cannot be obeyed, Pherecr.144, cf. Philem.12;περὶ φυλακῆς Εὐβοίας.. ἐπιμέλεσθαι IG12.39.76
; ὅπως ἀφανὴς εἴη ἡ φ. that there might be nothing visible to watch, Th.4.67;φυλακὴν [τῶν τειχῶν] ἔρημον καταλιπεῖν Lycurg.17
; φυλακὰς φυλάξειν keep watch and ward, X.An.2.6.10, cf. Pl.Lg. 758d;τὴν ἐν θαλάττῃ φ. φυλάττειν D.7.14
;φ. ποιῆσαι X.An.5.7.31
;τὴν φ. ποιεῖσθαι Lys.12.16
;φυλακὰς ποιήσασθαι X.An.6.3.21
;ἰσχυρὰς φ. ποιεῖσθαι Id.Cyr.1.6.37
; φυλακὰς καταστήσασθαι, κατασκευάσασθαι, Ar.Av. 841, X.HG7.2.23.2 watch or guard, of persons, Pl.Prt. 321d (pl.), Act.Ap.12.10, etc.;φ. ἑωυτοῦ ποιεύμενός [τινας] Hdt.2.154
; φ. τοῦ σώματος a body guard, D.23.3;τῶν σωμάτων Din.1.9
;φ. περὶ τὸ σῶμα X.Cyr.7.5.58
, cf. PHib.1.59.5 (iii B. C.), etc.; garrison of a place or fortress, Hdt.2.30; ἡ ἐν τῇ Ναυπάκτῳ φ., of a squadron of ships, Th.7.17, cf. X.HG1.1.22.3 station, post, Il.10.408 (pl.), 416 (pl.), X.HG5.4.49;φυλακὰς προλιπών E.Rh.18
(anap.); Διὸς φ., Pythag. name for the centre of the universe, Arist.Cael. 293b3.4 of time, a watch of the night,ἐπεὰν τῆς νυκτὸς ἦ δευτέρη φ. Hdt.9.51
; πρώτης φ. ἀρχομένης Wilcken Chr. 1 ii 18 (iii B. C.);φυλακαῖσι νυκτέροισιν E.Rh. 765
;φ. νυκτερινὰς καὶ ἡμερινὰς καθιστάναι X.Cyr.1.6.43
: of these there were three, acc. to Sch.E. Rh.5; but five are mentioned in Stesich.55, Simon.219 A, E.Rh. 543 (lyr.); and the Roman division was four, Ev.Matt.14.25, Suid.5 place for keeping others in, ward, prison,δημοσία φ. D.S.10.30
;εἰς φυλακὴν βληθείς AP11.276
(Lucill.);βαλεῖν τινὰ εἰς φ. Ev.Matt.18.30
, cf. Arr.Epict.1.1.24;θέσθαι τινὰ ἐν φυλακῇ LXX Ge.40.3
, cf. Ev.Matt.14.3; πολιτικὴ φ. the town-prison, POxy.259.8 (i A. D.).6 Astrol. = ταπείνωμα, PMich. in Class.Phil.22.22 (pl.).II guarding, keeping, preserving, whether for security or custody,ἐν φυλακῇ ἔχειν τινά Hdt.1.24
;ἐν φ. ἀδέσμῳ ἔχειν τινά Th.3.34
;ἐν φυλακῇσι μεγάλῃσι ἔχεσθαι Hdt.2.99
; τὸν Ἰσθμὸν ἔχειν ἐν φ. to keep the Isthmus guarded or occupied, Id.7.207, cf. 8.40; τὸν ἠνείκαντο γλώσσης χαρακτῆρα τοῦτον ἔχειν ἐν φ. to preserve the same character of language, Id.1.57;ἔχειν νόον ἐν φ. Thgn.439
;τὰ παρὰ πᾶσιν ἐν πλείστῃ φ., παῖδας καὶ γυναῖκας D.18.215
; ;τὸν πλοῦν διὰ φ. ποιησάμενοι Id.8.39
; στόματος φυλακᾷ κατασχεῖν φθόγγον prob. in A.Ag. 236 (lyr.); ἐν φ. σχεθέμεν μεγάλᾳ be very ware of, Pi.P.4.75; φυλακὴν ἔχειν, = φυλάττεσθαι, keep guard, be on the watch,περί τινα Hdt.1.39
; φ. ἔχων εἴ κως δυναίμην .. ib.38; φ. ἔχειν μή .. Th.2.69; φ. λαμβάνειν μή .. Men.Pk.20; δεινῶς ἦσαν ἐν φυλακῇσι were straitly on their guard, Hdt.3.152, cf. A.Pers. 592 (lyr.).3 safeguard, τὴν μεγίστην φ. ἀνῄρηκε τῆς πόλεως its chief safeguard, And.4.19;φ. παρέχειν Isoc.11.13
; δημοκρατίας, μοναρχίας φ., Lys.25.28, Arist. Pol. 1315a8.III (from [voice] Med.) precaution,πολλῆς φ. ἔργον Pl.R. 537d
;φ. θαυμαστῆς δεομένη Id.Lg. 906a
, al., cf. Th.5.99.2 c. gen., precaution against,εὐλάβεια φ. κακοῦ Pl.Def. 413d
; ;φ. τῶν πάντα μολυνόντων Epicur. Sent.Vat.80
, cf. 73.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακεύς
-
8 φυλακεῖον
φῠλᾰκ-εῖον, τό,A post, watch-tower, fort, Plb. 10.30.6: pl., = Lat. stationes, Id.5.75.10, 76.3; [full] φυλάκιον, Aen.Tact. 20.5 cod.M, App.Ill.26, PRyl. 288 (pl., iii A. D.).2 a watch, party consisting of four soldiers, Plb.6.33.7: pl., in form φυλάκια, Id.Fr. 87 (ap.Suid.).II in Alex. Greek, a menstruous cloth, Dam. Isid.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακεῖον
-
9 φυλακία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακία
-
10 φυλακίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακίζω
-
11 φυλακικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακικός
-
12 φυλάκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλάκιον
-
13 φυλάκισσα
2 = Lat. cuspator, Lyd. Mag.1.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλάκισσα
-
14 φυλακίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακίς
-
15 φυλακιτεύω
A serve as φυλακίτης, Sammelb.4309.3 (iii B. C.): c. acc.,φ. τὴν τοπαρχίαν PHib.1.34.1
(iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακιτεύω
-
16 φυλακίτης
A police official in Egypt, PSI4.359.8 (iii B. C.), PTeb.22.9 (ii B. C.), OGI85.4 (iii B. C.), 139.6 (ii B. C.); in Syria, ib.238.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακίτης
-
17 φυλακιτικός
A pertaining to police, esp. in neut. -ῑτικόν, τό, tax for maintenance of police, PSI5.509.9 (iii B. C.), PTeb.5.15 (ii B. C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακιτικός
-
18 φυλακός
φῠλᾰκ-ός, ὁ (on the accent v. Hdn.Gr.1.150, 2.128), [dialect] Ep. and [dialect] Ion. for φύλαξ, Il.24.566, IG12(8).356 (Thasos, vi B. C.), Hdt. 1.84,89, 2.113, al.; dub. in OGI674.12 (Coptos, i A. D.);Aφ. νεκύων Κέρβερον Theoc.29.38
, cf. A.R.1.132;ἥρως πόλεως φ. Inscr.Prien. 196
: as fem.,κοῦραι αἱ φυλακοί Call.Hec.1.2.12
.II Φύλακος, ὁ, as pr. n., Il.6.35, Od.15.231: so Φυλάκη (Il.2.695, etc.), as distd. from φυλακή.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακός
-
19 φυλακτέος
II φυλακτέον, one must observe, obey, ; one must preserve,τὰ πρεσβεῖα Aristid.1.99J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακτέος
-
20 φυλακτηριάζω
A to be furnished with an amulet or preservative, PMag.Par.1.789, 2627.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακτηριάζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Φύλακ' — Φύλακε , Φύλακος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακ' — φύλακα , φύλαξ watcher masc acc sg φύλακι , φύλαξ watcher masc dat sg φύλακε , φύλαξ watcher masc nom/voc/acc dual φύλακε , φυλακός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Родительный падеж — (грамм.) в индоевропейских языках образуется несколькими суффиксами. I. Суффиксы os es s (три разновидности одного и того же суффикса, с различными ступенями вокализации) образует Р. падеж единственного числа от основ на согласный звук и на все… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… … Dictionary of Greek
κοτταβείον — κοτταβεῑον και κοττάβειον, τὸ (Α) 1. μετάλλινη λεκάνη που χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι κότταβος 2. έπαθλο που δινόταν σε όποιον κέρδιζε στον κότταβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότταβος + κατάλ. εῖον / ειον (πρβλ. ωδ είον, φυλάκ ειον)] … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
παραψυκτήριον — τὸ, Α παραψυχή*. παρηγοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραψύχω + επίθημα τήριον (πρβλ. φυλακ τήριον)] … Dictionary of Greek
πλακίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κλινίδιον κατεσκευασμένον ἐξ ἀνθῶν [ἐν] τῇ ἑορτῇ τῶν Παναθηναίων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. θωρακ ίς, φυλακ ίς)] … Dictionary of Greek
πληκτήρ — και δωρ. τ. πλακτήρ, ῆρος, ὁ, Α το πλήκτρο τού πετεινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσσω* + επίθημα τήρ (πρβλ. πρακ τήρ, φυλακ τήρ)] … Dictionary of Greek