-
1 ἀπαμβρακόω
ἀπαμβρακόω, bei B. A. 418 καρτερέω, φυλάττομαι erkl.
См. также в других словарях:
φυλάττομαι — φυλάσσω keep watch and ward pres ind mp 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… … Dictionary of Greek