-
1 φυζαλέος
φυζαλέος, = Vorigem, φυζαλέον ἔτραπεν αὐτόν Antistius 1 (VI, 237).
-
2 φυζαλέος
φυζανικός, u. φυζαλέος, flüchtig, scheu -
3 φυζηλός
-
4 φυζανικός,
φυζανικός, u. φυζαλέος, flüchtig, scheu
См. также в других словарях:
φυζαλέος — α, ον, Α (ποιητ. τ.) φυζακινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυζ της λ. φύζα* «φυγή» + επίθημα αλέος (πρβλ. πειν αλέος, ρωμαλέος)] … Dictionary of Greek
φυζαλέος — φυζακινός flying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυζηλός — ή, όν, Α φυζαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυζ τής λ. φύζα* «φυγή» + επίθημα ηλός (πρβλ. τρυφ ηλός)] … Dictionary of Greek
φυζαλέαι — φυζακινός flying fem nom/voc pl φυζαλέᾱͅ , φυζακινός flying fem dat sg (attic doric aeolic) φυζαλέᾱͅ , φυζαλέος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)