Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φυγή

  • 1 savuşma

    φυγή, απομάκρυνση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > savuşma

  • 2 бегство

    ουδ.
    1. φυγή, φευγιό, το φεύγα•

    обратиться в бегство τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, στο φεύγα.

    2. απόδραση, δραπέτευση•

    -из тюрьмы απόδραση από τη φυλακή•

    спастись -ом σώζομαι με τη φυγή.

    Большой русско-греческий словарь > бегство

  • 3 уход

    α.
    1. φυγή• αναχώρηση•

    уход из семьи φυγή από την οικογένεια•

    уход с работы η φυγή (σκάσιμο) από τη δουλειά•

    до -а πριν την αναχώρηση•

    перед самым -ом λίγο πριν την αναχώρηση.

    2. απομάκρυνση• έξοδος•

    уход со сцены απομάκρυνση από τη σκηνή, εγκατάλειψη της σκηνής•

    уход в отставку η παραίτηση.

    εκφρ.
    выйти -ом (замуж) ή взять -ом (жену)παλ. παντρεύομαι χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων.
    α.
    περιποίηση, φροντίδα, μέρ ιμνα. уход за посевами περιποίηση των σπαρτών•

    уход за ранеными περιποίηση των τραυματιών•

    уход за цветами περιποίησητων λουλουδιών.

    Большой русско-греческий словарь > уход

  • 4 уход

    I.
    1. (обслуживание, забота оказание помощи) η περιποίηση, η φροντίδα 2. (отклонение) η απόκλιση
    - гироскопа в результате вращения Земли - της γυροπυξίδας λόγω περιστροφής της Γης
    - частоты - της συχνότητας, η φυγή συχνότητας
    II.
    (покидание, удаление, перемещение) η φυγή, η εγκατάλειψη
    - с работы η εγκατάλειψη της δουλειάς/εργασίας

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уход

  • 5 бегство

    бегство с η φυγή, η δραπέτευση
    * * *
    с
    η φυγή, η δραπέτευση

    Русско-греческий словарь > бегство

  • 6 обратить

    обратить στρέφω, κατευθύνω (направить)' \обратить внимание на что-л. προσέχω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ◇ \обратить в бегство кого-л. τρέπω σε φυγή κάποιον \обратиться см. обращаться 1
    * * *
    στρέφω, κατευθύνω ( направить)

    обрати́ть внима́ние на что-л. — προσέχω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι

    ••

    обрати́ть в бе́гство кого́-л. — τρέπω σε φυγή κάποιον

    Русско-греческий словарь > обратить

  • 7 бегство

    бегство
    с ἡ δραπέτευση [-ις], ἡ φυγή, ἡ ἀπόδραση:
    обращать кого-л. в \бегство τρέπω σέ (или είς) φυγή[ν]; спасаться \бегством τό βάζω στά πόδια, τρέπομαι είς φυγήν.

    Русско-новогреческий словарь > бегство

  • 8 stampede

    [stæm'pi:d] 1. noun
    (a sudden wild rush of wild animals etc: a stampede of buffaloes; The school bell rang for lunch and there was a stampede for the door.) πανικόβλητη φυγή ζώων
    2. verb
    (to (cause to) rush in a stampede: The noise stampeded the elephants / made the elephants stampede.) τρέπω/τρέπομαι σε άτακτη φυγή

    English-Greek dictionary > stampede

  • 9 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 10 Banishment

    subs.
    Driving out: P. ἐκβολή, ἡ, ἔλασις, ἡ.
    Exile: P. and V. φυγή, ἡ.
    Public banishment: V. φυγὴ δημήλατος.
    Banishment for life: P. ἀειφυγία, ἡ ; see Exile.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Banishment

  • 11 Exile

    v. trans.
    P. and V. ἐλαύνειν, πελαύνειν, ἐξελαύνειν, ἐκβάλλειν, ὠθεῖν, ἐξωθεῖν, διορίζειν, ἐξορίζειν, πορρίπτειν, ἀνδρηλατεῖν, ποικίζειν, P. ἐξοικίζειν, ὑπερορίζειν, Ar. and V. πωθεῖν, V. ῥίπτειν, ἐκρίπτειν.
    Be exiled: use also P. and V. φεύγειν, ἐκπίπτειν, V. ποξενοῦσθαι.
    Be exiled with another: P. and V. συμφεύγειν (absol. or dat.).
    ——————
    subs.
    Exiled person: P. and V. φυγς, ὁ or ἡ.
    Banishment: P. and V. φυγή, ἡ.
    Driving out: P. ἐκβολή, ἡ, ἔλασις, ἡ.
    Public exile: V. φυγὴ δημήλατος.
    Exile for life: P. ἀειφυγία, ἡ.
    I will live in exile with my hapless father: V. συμφεύξομαι τῷδʼ ἀθλιωτάτῳ πατρί (Eur., Phoen. 1679).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exile

  • 12 убегание

    1. (элн.) η διαφυγή 2. (быстрое удаление, перемещение) η φυγή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убегание

  • 13 beat a (hasty) retreat

    (to go away in a hurry: The children beat a hasty retreat when he appeared.) τρέπομαι σε άτακτη φυγή

    English-Greek dictionary > beat a (hasty) retreat

  • 14 beat a (hasty) retreat

    (to go away in a hurry: The children beat a hasty retreat when he appeared.) τρέπομαι σε άτακτη φυγή

    English-Greek dictionary > beat a (hasty) retreat

  • 15 exodus

    ['eksədəs]
    (a going away of many people: There was a general exodus from the room.) έξοδος, φυγή

    English-Greek dictionary > exodus

  • 16 flee

    [fli:]
    past tense, past participle - fled; verb
    (to run away (from danger): He fled the danger.) τρέπομαι σε φυγή/εγκαταλείπω,διαφεύγω

    English-Greek dictionary > flee

  • 17 flight

    I noun
    1) (act of flying: the flight of a bird.) πέταγμα
    2) (a journey in a plane: How long is the flight to New York?) πτήση
    3) (a number of steps or stairs: A flight of steps.) σκάλα
    4) (a number of birds etc flying or moving through the air: a flight of geese; a flight of arrows.) σμήνος
    - flight deck
    - in flight
    See also: II noun
    (the act of fleeing or running away from an enemy, danger etc: The general regarded the flight of his army as a disgrace.) φυγή

    English-Greek dictionary > flight

  • 18 getaway

    noun (an escape: The thieves made their getaway in a stolen car; ( also adjective) a getaway car.) φυγή

    English-Greek dictionary > getaway

  • 19 on the run

    (escaping; running away: He's on the run from the police.) υπό καταδίωξη, σε φυγή

    English-Greek dictionary > on the run

  • 20 put to flight

    (to cause (someone) to flee or run away: the army put the rebels to flight.) τρέπω σε φυγή

    English-Greek dictionary > put to flight

См. также в других словарях:

  • φυγῇ — φυγή flight fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγή — flight fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγή — η, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεύγω, αναχώρηση, αποχώρηση, φευγάλα, φευγιό 2. (ειδικά) α) εσπευσμένη ή κρυφή απομάκρυνση β) άτακτη υποχώρηση κατά τη μάχη (α. «τράπηκαν σε φυγή» β. «εἰς φυγὴν ὁρμώμενοι», Ευρ.) γ) καταφυγή σε ξένη χώρα …   Dictionary of Greek

  • φυγή — η 1. κρυφή ή βιαστική αναχώρηση, φευγιό, φευγάλα. 2. άταχτη υποχώρηση στο πεδίο της μάχης, πανικός. 3. εκδίωξη από την πατρίδα, έξωση, απέλαση: Η φυγή του βασιλιά Όθωνα. 4. (μουσ.), είδος σύνθεσης, η φούγκα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φύγῃ — φεύγω flee aor subj mp 2nd sg φεύγω flee aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγῆι — φυγῇ , φυγή flight fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύγηι — φύγῃ , φεύγω flee aor subj mp 2nd sg φύγῃ , φεύγω flee aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Изгнание —    • Φυγή,          как и φεύγειν, означает собственно изгнание или высылку за границу, а затем в аттическом юридическом языке всякую жалобу, т. к. обвиненный имел право во всяком уголовном процессе уклониться от окончательного решения,… …   Реальный словарь классических древностей

  • φυγαῖς — φυγή flight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαῖσι — φυγή flight fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαῖσιν — φυγή flight fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»