-
1 savuşma
φυγή, απομάκρυνση -
2 бегство
-а ουδ.1. φυγή, φευγιό, το φεύγα•обратиться в бегство τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, στο φεύγα.
2. απόδραση, δραπέτευση•-из тюрьмы απόδραση από τη φυλακή•
спастись -ом σώζομαι με τη φυγή.
-
3 уход
уход 1-а α.1. φυγή• αναχώρηση•уход из семьи φυγή από την οικογένεια•
уход с работы η φυγή (σκάσιμο) από τη δουλειά•
до -а πριν την αναχώρηση•
перед самым -ом λίγο πριν την αναχώρηση.
2. απομάκρυνση• έξοδος•уход со сцены απομάκρυνση από τη σκηνή, εγκατάλειψη της σκηνής•
уход в отставку η παραίτηση.
εκφρ.выйти -ом (замуж) ή взять -ом (жену) – παλ. παντρεύομαι χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων.уход 2-а α.περιποίηση, φροντίδα, μέρ ιμνα. уход за посевами περιποίηση των σπαρτών•уход за ранеными περιποίηση των τραυματιών•
уход за цветами περιποίησητων λουλουδιών.
-
4 уход
I. 1. (обслуживание, забота оказание помощи) η περιποίηση, η φροντίδα 2. (отклонение) η απόκλιση- частоты - της συχνότητας, η φυγή συχνότηταςII.(покидание, удаление, перемещение) η φυγή, η εγκατάλειψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уход
-
5 бегство
-
6 обратить
обратить στρέφω, κατευθύνω (направить)' \обратить внимание на что-л. προσέχω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ◇ \обратить в бегство кого-л. τρέπω σε φυγή κάποιον \обратиться см. обращаться 1* * *στρέφω, κατευθύνω ( направить)обрати́ть внима́ние на что-л. — προσέχω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι
••обрати́ть в бе́гство кого́-л. — τρέπω σε φυγή κάποιον
-
7 бегство
бегствос ἡ δραπέτευση [-ις], ἡ φυγή, ἡ ἀπόδραση:обращать кого-л. в \бегство τρέπω σέ (или είς) φυγή[ν]; спасаться \бегством τό βάζω στά πόδια, τρέπομαι είς φυγήν. -
8 stampede
[stæm'pi:d] 1. noun(a sudden wild rush of wild animals etc: a stampede of buffaloes; The school bell rang for lunch and there was a stampede for the door.) πανικόβλητη φυγή ζώων2. verb(to (cause to) rush in a stampede: The noise stampeded the elephants / made the elephants stampede.) τρέπω/τρέπομαι σε άτακτη φυγή -
9 обратить
-ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•-йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•
обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•
обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•
обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.
|| αλλάζω, μεταφέρω•-разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.
|| τραβώ, προσελκύω•обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.
2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•
обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.
3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•
обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).
|| τρέπω•обратить в бегство τρέπω σε φυγή•
обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.
4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.
εκφρ.в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•
обратить вспять πισωγυρίζω.
|| κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.
|| καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.
2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.
|| περιφέρομαι.3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•
он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.
4. οξύνω, εντείνω•обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•
обратить в зр-ние εντείνω την όραση.
|| τρέπομαι•обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.
-
10 Banishment
subs.Driving out: P. ἐκβολή, ἡ, ἔλασις, ἡ.Exile: P. and V. φυγή, ἡ.Public banishment: V. φυγὴ δημήλατος.Banishment for life: P. ἀειφυγία, ἡ ; see Exile.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Banishment
-
11 Exile
v. trans.P. and V. ἐλαύνειν, ἀπελαύνειν, ἐξελαύνειν, ἐκβάλλειν, ὠθεῖν, ἐξωθεῖν, διορίζειν, ἐξορίζειν, ἀπορρίπτειν, ἀνδρηλατεῖν, ἀποικίζειν, P. ἐξοικίζειν, ὑπερορίζειν, Ar. and V. ἀπωθεῖν, V. ῥίπτειν, ἐκρίπτειν.Be exiled: use also P. and V. φεύγειν, ἐκπίπτειν, V. ἀποξενοῦσθαι.Be exiled with another: P. and V. συμφεύγειν (absol. or dat.).——————subs.Banishment: P. and V. φυγή, ἡ.Driving out: P. ἐκβολή, ἡ, ἔλασις, ἡ.Public exile: V. φυγὴ δημήλατος.Exile for life: P. ἀειφυγία, ἡ.I will live in exile with my hapless father: V. συμφεύξομαι τῷδʼ ἀθλιωτάτῳ πατρί (Eur., Phoen. 1679).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exile
-
12 убегание
1. (элн.) η διαφυγή 2. (быстрое удаление, перемещение) η φυγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убегание
-
13 beat a (hasty) retreat
(to go away in a hurry: The children beat a hasty retreat when he appeared.) τρέπομαι σε άτακτη φυγή -
14 beat a (hasty) retreat
(to go away in a hurry: The children beat a hasty retreat when he appeared.) τρέπομαι σε άτακτη φυγή -
15 exodus
['eksədəs](a going away of many people: There was a general exodus from the room.) έξοδος, φυγή -
16 flee
[fli:]past tense, past participle - fled; verb(to run away (from danger): He fled the danger.) τρέπομαι σε φυγή/εγκαταλείπω,διαφεύγω -
17 flight
I noun1) (act of flying: the flight of a bird.) πέταγμα2) (a journey in a plane: How long is the flight to New York?) πτήση3) (a number of steps or stairs: A flight of steps.) σκάλα4) (a number of birds etc flying or moving through the air: a flight of geese; a flight of arrows.) σμήνος•- flighty- flight deck
- in flight See also:- fly 2II noun(the act of fleeing or running away from an enemy, danger etc: The general regarded the flight of his army as a disgrace.) φυγή -
18 getaway
noun (an escape: The thieves made their getaway in a stolen car; ( also adjective) a getaway car.) φυγή -
19 on the run
(escaping; running away: He's on the run from the police.) υπό καταδίωξη, σε φυγή -
20 put to flight
(to cause (someone) to flee or run away: the army put the rebels to flight.) τρέπω σε φυγή
См. также в других словарях:
φυγῇ — φυγή flight fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγή — flight fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγή — η, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεύγω, αναχώρηση, αποχώρηση, φευγάλα, φευγιό 2. (ειδικά) α) εσπευσμένη ή κρυφή απομάκρυνση β) άτακτη υποχώρηση κατά τη μάχη (α. «τράπηκαν σε φυγή» β. «εἰς φυγὴν ὁρμώμενοι», Ευρ.) γ) καταφυγή σε ξένη χώρα … Dictionary of Greek
φυγή — η 1. κρυφή ή βιαστική αναχώρηση, φευγιό, φευγάλα. 2. άταχτη υποχώρηση στο πεδίο της μάχης, πανικός. 3. εκδίωξη από την πατρίδα, έξωση, απέλαση: Η φυγή του βασιλιά Όθωνα. 4. (μουσ.), είδος σύνθεσης, η φούγκα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φύγῃ — φεύγω flee aor subj mp 2nd sg φεύγω flee aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγῆι — φυγῇ , φυγή flight fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύγηι — φύγῃ , φεύγω flee aor subj mp 2nd sg φύγῃ , φεύγω flee aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Изгнание — • Φυγή, как и φεύγειν, означает собственно изгнание или высылку за границу, а затем в аттическом юридическом языке всякую жалобу, т. к. обвиненный имел право во всяком уголовном процессе уклониться от окончательного решения,… … Реальный словарь классических древностей
φυγαῖς — φυγή flight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγαῖσι — φυγή flight fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγαῖσιν — φυγή flight fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)