-
1 κατερχομαι
1) сходить, спускаться(Οὐλύμποιο, ἐξ οὐρανοῦ, πόλινδε, ἐπὴ νῆα, Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε Hom.; εἰς Ἅιδου Eur.; σκότου πύλας Arph.; ἄνωθεν Arst., NT.; ἀπὸ τοῦ ὄρους NT.)
κ. εἰς ἀγῶνα Sext. — спускаться на арену, выходить на состязание;ὅ Νεῖλος κατέρχεται πληθύων Her. — Нил течет к морю, становясь полноводнее2) приходить, прибывать(εἰς Καισάρειαν NT.)
3) падать, рушиться4) приходить из изгнания, возвращаться(εἰς γῆν τήνδε Aesch.; εἰς πόλιν Aesch., Plut.)
φυγὰς κατελθών Soph. — вернувшись из изгнания;ὑπό τινος κατελθεῖν Thuc. — быть возвращенным кем-л. из изгнания
См. также в других словарях:
κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek