Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φταίω

  • 1 φταίω

    [фтэо] р. быть виновным

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φταίω

  • 2 виноватый

    виноватый о ένοχος, ο υπαί τιος быть \виноватыйм φταίω я не
    * * *
    ένοχος, ο υπαίτιος

    быть винова́тым — φταίω

    я не винова́т — δε φταίω

    Русско-греческий словарь > виноватый

  • 3 вина

    вина ж το φταίξιμο, η ενοχή, το σφάλμα это не моя \вина δε φταίω
    * * *
    ж
    το φταίξιμο, η ενοχή, το σφάλμα

    э́то не моя́ вина́ — δε φταίω

    Русско-греческий словарь > вина

  • 4 вина

    вин||а
    ж
    1. τό σφάλμα, τό φταίξιμο, ἡ ὑπαιτιότητα, ἡ ἐνοχή:
    ставить кому́-л. в \винау́ θεωρώ κάποιον ὑπαίτιο (или ὑπεύθυνο, ἐνοχο) γιά κάτι· сваливать \винау́ на кого́-либо ρίχνω τό σφάλμα σέ κάποιον· отрицать свою \винау ἀρνοῦμαι τήν ἐνοχή μου (или τό σφάλμα μου)· признавать свой \винау́ ἀναγνωρίζω (или ὁμολογώ) τήν ἐνοχή μου (или τό σφάλμα μου)· это не по моей \винае γι· αὐτό δέν φταίω ἐγώ, δέν εἶναι σφάλμα μου·
    2. (причина, источник) ἡ αίτία, τό ἀΐτιο[ν], ἡ ἀφορμή.

    Русско-новогреческий словарь > вина

  • 5 виноватый

    винова́т||ый
    прил ἔνοχος, φταίχτης:
    \виноватый взгляд τό Ενοχο βλέμμα· с \виноватыйым видом μέ ἐνοχο ὕφος· быть \виноватыйым εἶμαι φταίχτης, εἶμαι ἐνοχος· я виноват перед вами ἐγώ φταίω· кто виноват? ποιος φταίει;· ◊ виноват! συγγνώμην!, μέ συγχωρείτε!

    Русско-новогреческий словарь > виноватый

  • 6 кругом

    кругом
    1. нареч ὀλογυρα, γύρω, τριγύρω, πέριξ:
    повернуться \кругом κάνω μεταβολή· направо \кругом! воен. κλίνατε ἐπί δεξιά!·
    2. нареч (вокруг, со всех сторон) γύρω, ὁλόγυρα:
    \кругом все ти́хо γύρω εἶναι ἡσυχία·
    3. нареч (полностью) ὀλοτελα, ὀλοτελώς:
    \кругом виноват σέ ὀλα φταίω·
    4. предлог (вокруг чего-л.) γύρω ἀπό.

    Русско-новогреческий словарь > кругом

  • 7 провиниться

    провиниться
    сов σφάλλω, πέφτω σέ· σφάλμα:
    \провиниться перед кем-л. εἶμαι φταίχτης σέ κάποιον в чем я провинился? σέ τί φταίω;

    Русско-новогреческий словарь > провиниться

  • 8 вина

    -ы, πλθ. вины θ.
    1. σφάλμα, φταίξιμο, λάθος•

    загладить –у επανορθώνω το σφάλμα•

    простить -у συγχωρώ το λάθος•

    признать свою -у παραδέχομαι το λάθος μου•

    эта вина моя вина αυτό είναι δικό μου λάθος, εγώ φταίω γι αυτό.

    || ενοχή•

    отрицать свою -у αρνούμαι την ενοχή μου ή το σφάλμα μου.

    2. αιτία, υπαιτιότητα•

    по своей -е εξ αιτίας μου• από λάθος μου.

    εκφρ.
    по -е – λόγω, ένεκχ, εξ αιτίας•
    по -е непогоды – λόγω της κακοκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > вина

  • 9 виноватый

    επ., βρ: -ват, -а, -о
    1. φταίχτης• ένοχος•

    я в этом не -ват εγώ γι αυτό δεν είμαι φταίχτης (δε φταίω)•

    -того нашли τόν ένοχο τόν βρήκαν•

    в этом деле вы кругом -ы σ’ αυτή την υπόθεση εσείς τα φταίτε όλα•

    кто -ват? ποιος φταίει; ποιος είναι ένοχος;•

    без вины -ват φταίχτης χωρίς να φταίει•

    -ат, -та φταίχτης, -τρία (για ζήτηση συγγνώμης).

    2. αίτιος, υπαίτιος•

    в этом -о его легкомыслие γι αυτό φταίει η ελαφρόνοια του.

    3. ένοχος, που δείχνει ενοχή•

    виноватый взгляд ένοχο βλέμμα•

    -ое молчание ένοχη σιωπή.

    Большой русско-греческий словарь > виноватый

  • 10 наскочить

    -очу, -очишь
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, πέφτω επάνω, τρακάρω, προσκόπτω•

    корабль -ил на мину το πλοίο προσέκρουσε σε νάρκη.

    || παρευρίσκομαι τυχαία, πέφτω πάνω•

    наскочить на неприятную сцену πέφτω πάνω σε δυσάρεστη σκηνή.

    2. χυμώ, ορμώ, εφορμώ, ρίχνομαι πάνω.
    3. μτφ. ρίχνομαι, επιτίθεμαι, αποπαίρνω, παραπαίρνω, κακοπαίρνω κάποιον•

    что ты на меня -йл? я тут не при чём τι ρίχτηκες σε μένα; εγώ δε φταίω τίποτε.

    Большой русско-греческий словарь > наскочить

  • 11 повинный

    επ., βρ: -винен, -винна, -винно;
    1. ένοχος• φταίχτης• υπαίτιος•

    я ни в чём не -винен δε φταίω σε τίποτε.

    2. παλ. παραδεχόμενος (την ενοχή, το σφάλμα).
    3. παλ. υποχρεωμένος υπόχρεος•

    каждый гражданин -винен защищать своё отечество κάθε πολίτης είναι υποχρεωμένος να υπερασπίζει την πατρίδα του.

    εκφρ.
    принести -ую, прийти с -ой (головой) – έρχομαιμε σκυμμένο το κεφάλι (παραδέχομαι την ενοχή μου» το σφάλμα μου).

    Большой русско-греческий словарь > повинный

  • 12 провиниться

    ρ.σ. φταίω, σφάλλω.

    Большой русско-греческий словарь > провиниться

  • 13 проштрафиться

    -флюсь, -фишься
    ρ.σ.
    φταίω, σφάλλω.

    Большой русско-греческий словарь > проштрафиться

  • 14 сам

    сама, само (οριστική αντωνυμία).
    1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•

    вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•

    сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•

    других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•

    -а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.

    2. μόνος, εξ ιδίων•

    слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),

    3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•

    сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.

    4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•

    приехал ο τρανός ήρθε.

    5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•

    он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).

    εκφρ.
    -а, -о собой – άθελα, ακούσια•
    глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•
    - о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•
    сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•
    сам себе голова (хозяин, господинκ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•
    сам, -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο.

    Большой русско-греческий словарь > сам

См. также в других словарях:

  • φταίω — φταίω, έφταιξα βλ. πίν. 230 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φταίω — πταίω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πταίω και διαλ. τ. φταίγω Ν υποπίπτω σε σφάλμα, κάνω λάθος, σφάλλω (α. «έφταιξε και πρέπει να πληρώσει» β. «ἐὰν πταίσωσί τι», Φιλήμ.) νεοελλ. είμαι ένοχος, υπαίτιος για κάτι, ευθύνομαι για κάτι («αυτός φταίει για το κακό …   Dictionary of Greek

  • φταίω — έφταιξα 1. αμτβ., πέφτω σε κάποιο σφάλμα, αμαρτάνω, βρίσκομαι σε άδικο: Έφταιξα, Θεέ μου, συχώρεσέ με. 2. είμαι ένοχος για κάτι, είμαι υπαίτιος, ευθύνομαι για κάτι: Δε φταίω εγώ για ό,τι έγινε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φταίξιμο — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φταίω, πταίσμα, σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φταιξ τού αορ. έφταιξ α τού ρ. φταίω + κατάλ. ιμο (πρβλ. ψάξιμο)] …   Dictionary of Greek

  • Dimotiki — ( el. δημοτική [γλώσσα] IPA all|ðimo̞tiˈkʲi, [language] of the people ) or Demotic is the modern vernacular form of the Greek language. The term has been in use since 1818. [Babiniotis, Georgios: Dictionary of the new Greek language Lexiko tis… …   Wikipedia

  • Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… …   Deutsch Wikipedia

  • Grammatik des Neugriechischen — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Grammatik — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»