-
21 смирнеть
ρ.δ. γίνομαι ήσυχος, ήπιος, πράος, φρόνιμος. -
22 смирный
επ., βρ: -рен κ. -рен, -рна, -рноήσυχος, ήπιος, ειρηνικός, φρόνιμος. -
23 спокойный
επ. βρ: -коен, -койна, -койно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) ήσυχος, ήρεμος, γαλήνιος• ατάραχος•-ое море γαληνεμένη θάλασσα•
-ые движения ήρεμες κινήσεις•
спокойный тон ήρεμος τόνος•
-ая жизнь ήσυχη ζωή•
спокойный сон ήσυχος ύπνος•
-ая старость ήσυχα γηρατιά•
спокойный характер ήσυχος χαρακτήρας.
2. φρόνιμος•спокойный ребнок ήσυχο παιδάκι.
|| ήμερος, πράος•-ая лошадь ήμερο άλογο.
3. ελεύθερος, ευρύχωρος• βολικός, άνετος•-ая обувь ευρύχωρα παπούτσια•
-ое кресло άνετη πολυθρόνα.
εκφρ.- ая совесть – ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση. -
24 тихий
επ., βρ: тих, -а, -о; тише, тишайший.1. σιγανός, -λός, σιγηλός•-ая песня σιγανό τραγούδι•
тихий ветерок σιγανό αεράκι (αύρα)•
тихий стук σιγανό χτύπημα•
тихий голос σιγανή φωνή.
2. ήσυχος, αθόρυβος, ήρεμος•-ая ночь ήσυχη νύχτα•
-ая река ήσυχο ποτάμι.
3. μτφ. φρόνιμος•тихий человек ήσυχος άνθρωπος.
4. σιωπηρός, αμίλητος.5. γαλήνιος, -μένος•море было -ое η θάλασσα ήταν γαληνεμένη.
6. αργός, βραδύς•тихий ход αργό βάδισμα, βραδυπορεία.
εκφρ.- ое помешательство – ελαφρό σκαρτάρισμα, ελαφρά φρενοβλάβεια•. тихий час ώρα ανάπαυσης (στα νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς)• η μετά το γεύμα ανάπαυση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φρόνιμος — in one s right mind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρόνιμος — η, ο / φρόνιμος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ίμη Α 1. σώφρων, συνετός, μυαλωμένος, γνωστικός (α. «είναι φρόνιμο και ευγενικό παιδί» β. «ὡς φρόνιμον καὶ εὐγενικὸν οἱ ὅλοι τὸν ἐκλέξαν», Χρον. Μoρ.) 2. (για σκέψη ή πράξη) αυτός που φανερώνει σύνεση, φρόνηση 3 … Dictionary of Greek
φρόνιμος, -η — ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει φρόνηση, συνετός, γνωστικός, μυαλωμένος. 2. αυτός που έχει χρηστά ήθη, σεμνός: Φρόνιμο κορίτσι. 3. (για παιδιά), πειθαρχικός, ήσυχος, που δεν κάνει αταξίες: Να είσαι φρόνιμο αγοράκι όσο θα λείπω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρονιμώτερον — φρόνιμος in one s right mind masc acc comp sg φρόνιμος in one s right mind neut nom/voc/acc comp sg φρόνιμος in one s right mind adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονιμωτάτων — φρόνιμος in one s right mind fem gen superl pl φρόνιμος in one s right mind masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονιμωτέρων — φρόνιμος in one s right mind fem gen comp pl φρόνιμος in one s right mind masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονιμώτατα — φρόνιμος in one s right mind adverbial superl φρόνιμος in one s right mind neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονιμώτατον — φρόνιμος in one s right mind masc acc superl sg φρόνιμος in one s right mind neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονίμω — φρόνιμος in one s right mind masc/fem/neut nom/voc/acc dual φρόνιμος in one s right mind masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονίμως — φρόνιμος in one s right mind adverbial φρόνιμος in one s right mind masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρόνιμον — φρόνιμος in one s right mind masc/fem acc sg φρόνιμος in one s right mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)