-
1 Alarm
v. trans.Frighten: P. and V. φοβεῖν, ἐκφοβεῖν, ἐκπλήσσειν, ταράσσειν, διαπτοεῖν (Plat.), Ar. and P. καταφοβεῖν, P. καταπλήσσειν.——————subs.P. and V. φόβος, ὁ, ἔκπληξις, ἡ, δεῖμα, τό, δέος, τό, ὀρρωδια, ἡ, V. τάρβος, τό.Confusion, noice: P. ταραχή, ἡ, P. and V. θόρυβος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Alarm
См. также в других словарях:
φρυκτοί — φρυκτός roasted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυκτός — ή, ό / φρυκτός, ή, όν, ΝΜΑ [φρύγω] ξεροψημένος, καβουρντισμένος μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ φρυκτή είδος ρητίνης αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό φρυκτός α) φλεγόμενος δαυλός β) (ειδικά) πυρσός για την μετάδοση σημάτων («ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει»,… … Dictionary of Greek