-
1 φοβέ-στρατος
φοβέ-στρατος, Kriegsschaaren schreckend, Hes. frg. im E. M. 797, 54, von der Aegis.
-
2 φοβέστρατος
φοβέ-στρατος, Kriegsscharen schreckend, von der Aegis
См. также в других словарях:
λυκόστρατος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μόναρχος παρ Ἱπποχάρμῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + στρατός (πρβλ. αγέ στρατος, φοβέ στρατος)] … Dictionary of Greek