Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φλίβω

См. также в других словарях:

  • φλίβω — φλί̱βω , φλίβω pres subj act 1st sg φλί̱βω , φλίβω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλίβω — Α (αιολ. τ.) θλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός σπάνιος τ. ρήματος, παρλλ. τού ρ. θλίβω* (πρβλ. φλῶ: θλῶ), ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με τα λατ. fligo «χτυπώ», λετ(ον)νικά bliezt «χτυπώ», ρωσ. blizna «ουλή», τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να αναχθούν σε… …   Dictionary of Greek

  • φλιβόμενον — φλῑβόμενον , φλίβω pres part mp masc acc sg φλῑβόμενον , φλίβω pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CYTHNOS — Insul. una ex Cycladibus, in mari Aegaeo, versus oram Atticae, inter Ciam et Seriphum Insul. Tota montuosa est, nunc sub Turcis, et raros habet incolas. Baudrand. Olim Ophiusa, ac Dryopis dicta. Ovid. l. 5. Met. Fab. 4. v. 252. Inde cavâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • φλίψις — εως, ἡ, Α [φλίβω] (αιολ. τ.) θλίψη …   Dictionary of Greek

  • φλώ — άω, Α λειώνω, συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλῶ έχει προέλθει από συμφυρμό τών ρ. θλῶ «σπάζω» και φλίβω* «σπάζω, συντρίβω» (πρβλ. και το ρ. θλίβω, επίσης προϊόν συμφυρμού) και απαρτίζει, μαζί με τα ρ. θλῶ* και κλῶ*, μια ομάδα λ. με έντονες… …   Dictionary of Greek

  • φλίβεται — φλί̱βεται , φλίβω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφλιβεν — ἔφλῑβεν , φλίβω imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»