-
1 φλοιός
[флиос] ουσ. а. кораΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φλοιός
-
2 кора
кора ж в рази. знач. о φλοιός земная \кора о φλοιός της γης \кора головного мозга о φλοιός του εγκεφάλου* \кора дерева о φλοιός του δέντρου* * *ж в разн. знач.ο φλοιόςземна́я кора́ — ο φλοιός της γης
кора́ головно́го мо́зга — ο φλοιός του εγκεφάλου
кора́ де́рува — ο φλοιός του δέντρου
-
3 кора
кораж в разн. знач. ὁ φλοιός:древесная \кора ὁ φλοιός τῶν δένδρων земная \кора геол. ὁ φλοιός τής γής· \кора головного мо́зга анат. ὁ φλοιός τοῦ ἐγκε φύλου. -
4 кора
-ύ θ.1. φλοιός, φλούδα•кора дерева ο φλοιός του δέντρου.
2. μτφ. φαινομενικότητα, εξωτερική όψη•под -ой его суровости было доброе сердце πίσω από την αυστηρότητα του κρύβονταν η αγαθή καρδιά.
εκφρ.земная кора – ο φλοιός της γης•кора больших полушарий головного мозга• кора голодного мозга• мозговая кора – ο φλοιός του εγκεφάλου. -
5 обойти
см. обходить. оболонь лес. (заболонь) о σομφός. оболочка 1. стр. (в теории упругости) το κέλυφος 2. (атома) η στιβάς 3. анат. оχιτώνας, ο υμέναςмозговая - η μήνιγξ, ημήνιγγα του εγκεφάλουсерозная - ορογόνος/βλεννο-γόνος -сетчатая - глаза см. сетчатка4. тех. τοπερίβλημα-кабеля - του καλωδίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обойти
-
6 берёста
ο φλοιός/η φλούδα της σημύδας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > берёста
-
7 береста
ο φλοιός/η φλούδα της σημύδας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > береста
-
8 кора
(древесная, земная, головного мозга) о φλοιός (των δέντρων, της γης, του εγκεφάλου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кора
-
9 корка
1. (верхний отвердевший слой чего-л.) η κόρα, το φλόγωμα 2. (кожура) η φλούδα, ο φλοιός 3. (на ране) το κάρκαδο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корка
-
10 корьё
о φλοιός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корьё
-
11 пирог
1. мет. о φλοιός, η πλάκα 2. (осадок на фильтре) το κατακάθι, το στρώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пирог
-
12 цедра
ο φλοιός/η φλούδα των εσπεριδοειδών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цедра
-
13 шелуха
с.-х. о φλοιός, η φλούδα, το φλούδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шелуха
-
14 береста
берестаж ὁ φλοιός τής σημύδας. -
15 земной
земи||ойприл γήινος, ἐπίγειος:\земной шар ἡ γήινη σφαίρα· \земнойая ось ὁ ἄξων τής γῆς· \земнойая кора ὁ φλοιός τής γής· ◊ \земной поклон ἡ ἐδαφιαία ὑπόκλιση. -
16 кожа
кож||аж1. τό δέρμα / ἡ ἐπιδερμίδα [-ις] (тк. человека)·2. (выделанная) τό δέρμα, τό πετσί:чемодан из свиной \кожаи ἡ βαλίτσα ἀπό χοιρινό δέρμά3. (плода) τό φλούδι, ὁ φλοιός, ἡ φλούδα· ◊ лезть из \кожаи во́н τρώγω τά λυσσακά μου, βάζω ὀλα μου τά δυνατά· \кожа да ко́сти разг πετσί καί κόκκαλο· мороз по \кожае подирает разг ἀνατριχιάζω· гусиная \кожа τό ἀνατρίχιασμα. -
17 кожица
кожицаж τό λεπτό δέρμα/ τό φλούδι, ὁ φλοιός, ἡ φλούδ (плода). -
18 кожура
кожураж τό φλούδι, ἡ φλούδα, ὁ φλοιός / τό κρομμυδότσεφλο (лука). -
19 корка
корк||аж 1 ἡ κόρα, τό φλόγωμα:\корка хлеба ἡ κόρα τοῦ ψωμιοῦ· \корка льдз ἡ κροῦστα τοῦ πάγου, ὁ ἐπίπαγος·2. (кожура) ἡ φλούδα, ὁ φλοιός·3. (на ране) τό κάρκαδο[ν]· ◊ прочесть от \коркаи до \коркаи разг διαβάζω ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· ругать бранить на все \коркаи разг ψέλνω τόν ἀναβαλλόμενο σέ κάποιον. -
20 лыко
лыкос ὁ φλοιός, ἡ φλούδα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φλοιός — bark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
φλοιός — ο 1. φλούδα (βλ. λ.). 2. (ιατρ.), το επιφανειακό στρώμα του εγκεφάλου και της παρεγκεφαλίδας, που αποτελείται από φαιά ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισθητήριος φλοιός — Περιοχή του εγκεφάλου, στην οποία γίνονται συνειδητά αντιληπτές οι αισθητήριες πληροφορίες … Dictionary of Greek
ακουστικός φλοιός — Τμήμα του εγκεφάλου, που δέχεται και ερμηνεύει τα σήματα από τα αφτιά … Dictionary of Greek
φλοιοῖς — φλοιός bark masc dat pl φλοιόω change into bark pres opt act 2nd sg φλοιόω change into bark pres subj act 2nd sg φλοιόω change into bark pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιοῖσι — φλοιός bark masc dat pl (epic ionic aeolic) φλοιόω change into bark pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) φλοιόω change into bark pres subj act 3rd sg (epic) φλοιόω change into bark pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιοί — φλοιός bark masc nom/voc pl φλοιόω change into bark pres subj mp 2nd sg φλοιόω change into bark pres ind mp 2nd sg φλοιόω change into bark pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιοῦ — φλοιός bark masc gen sg φλοιόω change into bark pres imperat mp 2nd sg φλοιόω change into bark imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιούς — φλοιός bark masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιῶν — φλοιός bark masc gen pl φλοιόω change into bark pres part act masc voc sg (doric aeolic) φλοιόω change into bark pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φλοιόω change into bark pres part act masc nom sg φλοιόω change into bark pres inf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)