-
1 Φλία
Φλίᾱ, Φλίηςmasc nom /voc /acc dualΦλίηςmasc voc sgΦλίᾱ, Φλίηςmasc voc sg (attic)Φλίᾱ, Φλίηςmasc gen sg (doric aeolic)Φλίηςmasc nom sg (epic) -
2 φλιά
-
3 φλιᾷ
-
4 φλιά
A doorposts, jambs, Od.17.221, Bion 1.87, LXX De.6.9, Plb.12.11.2, J.AJ5.8.10: in sg., IG12.386.6, Theoc.23.18;παρὰ φλιῇ Call.Iamb.1.220
;τὸ ψάφισμα.. ἀναγράψαι ἐς τὰν φλιάν IG12(3).170.24
([place name] Astypalaea), cf. 12(7).237.50 ([place name] Amorgos).2 lintel, A.R.3.278;τᾶς φ. καθ' ὑπέρτερον Theoc.2.60
.3 standing posts in which a windlass works, Hp.Art.47.4 support,φ. πιοειδής Ruf.
ap. Orib.49.27.7, cf. Hp.Art.73. -
5 φλιά
φλῑά̱, φλιάdoorposts: fem nom /voc /acc dualφλῑά̱, φλιάdoorposts: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
6 φλιά,-ᾶς
ἡ N 1 5-3-4-0-0=12 Ex 12,7.22.23; Dt 6,9; 11,20Cf. DOGNIEZ 1992, 155; SHIPP 1979, 556; →LSJ Suppl; LSJ RSuppl -
7 Φλίας
Φλίᾱς, Φλίηςmasc acc plΦλίᾱς, Φλίηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
8 φλιής
φλῑῆς, φλιάdoorposts: fem gen sg (epic ionic)——————φλῑῇς, φλιάdoorposts: fem dat pl (epic ionic) -
9 φλιάς
-
10 φλιᾶς
-
11 φλιή
-
12 φλιῇ
-
13 φλιήσι
-
14 φλιῇσι
-
15 φλιήσιν
-
16 φλιῇσιν
-
17 φλιαίς
-
18 φλιαῖς
-
19 φλιαί
φλῑαί, φλιάdoorposts: fem nom /voc pl -
20 φλιών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Φλία — Φλίᾱ , Φλίης masc nom/voc/acc dual Φλίης masc voc sg Φλίᾱ , Φλίης masc voc sg (attic) Φλίᾱ , Φλίης masc gen sg (doric aeolic) Φλίης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλιά — φλῑά̱ , φλιά doorposts fem nom/voc/acc dual φλῑά̱ , φλιά doorposts fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλιά — η το κατώφλι: Στεκόταν στη φλιά και δεν έμπαινε μέσα στο δωμάτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλιᾷ — φλῑᾷ , φλιά doorposts fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλιά — η, ΝΑ, και φλειά Α κατώφλι αρχ. 1. παραστάδα πόρτας 2. παραστάδα ονίσκου («φλιαί, τὰ ἐκατέρωθεν τοῡ βάθρου ὄρθια ξύλα, ἐν οἷς οἱ ἄξονες περιέχονται», Ερωτιαν.) 3. ανώφλι 4. (κατά τον Ησύχ.) «φλιή, πρόθυρον». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ … Dictionary of Greek
Φλίας — Φλίᾱς , Φλίης masc acc pl Φλίᾱς , Φλίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλειός — ὁ, Α η φλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φλιά* / φλειά με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
порог — род. п. ога, укр. порiг, род. п. порогу, др. русск. порогъ, ст. слав. прагъ φλιά (Супр., Клоц.), болг. праг(ът), сербохорв. пра̏г, словен. pràg, род. п. praga, чеш. prah, слвц. рrаh, польск. prog, род. п. progu, в. луж. рrоh, н. луж. рrоg, полаб … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ανώφλι — το (Μ ἀνώφλιον) το επάνω μέρος της πόρτας, φτιαγμένο από ξύλο, πέτρα ή άλλο υλικό, το υπέρθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. ουσ.) ανώφλιον < άνω + φλιά «παραστάδα θύρας»] … Dictionary of Greek
καταφλιά — καταφλιά, ἡ (Α) φρ. «καταφλιὰ τῆς θύρας» η αίθουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φλιά «ανώφλι»] … Dictionary of Greek
κατώφλι — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική, στη βιολογία και στην ψυχολογία, για να υποδηλώσει τον ελάχιστο βαθμό έντασης τον οποίο πρέπει να φτάσουν διάφοροι τύποι φυσικής, χημικής ή ψυχοφυσικής ενέργειας, για να καταστεί δυνατή η εκδήλωση ορισμένων… … Dictionary of Greek