-
1 φιλο-
-
2 φιλογείτων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλογείτων
-
3 φιλογηθής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλογηθής
-
4 φιλοζήλως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοζήλως
-
5 φιλόθεος
φῐλό-θεος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόθεος
-
6 φιλοκαθάριος
A loving cleanliness, Vett.Val.3.24, Procl.Par.Ptol.90:—also [suff] φῐλο-κάθᾰρος, ον, Ptol.Tetr.63: τὸ φ. ib.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοκαθάριος
-
7 φιλοκάθολος
φῐλο-κάθολος, ον,A loving generalization, Olymp. in Alc.p.160C.: also [suff] φῐλο-καθόλου Id.in Mete.2.11, Ammon. in APr.53.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοκάθολος
-
8 φιλόκνισος
A fond of pinching, prurient, AP11.7 (Nic. or Nicarch.).------------------------------------φῐλό-κνῑσος, ον [(B)],A delighting in the savour of banquets, Nonn.D.19.179.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόκνισος
-
9 φιλολάκων
A fond of the Lacedaemonians, Plu.Art.13, etc.; epith. of Cimon, Id.Per.9, Cim.16; name of a Comedy by Stephanus:—also [suff] φῐλο-λᾰκεδαιμόνιος, ον, Them.Or.7.96a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλολάκων
-
10 φιλόπλοος
A familiar with sailing, AP6.236 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόπλοος
-
11 φιλοτοιοῦτος
φῐλο-τοιοῦτος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοτοιοῦτος
-
12 φιλόβακχος
φῐλό-βακχος, ον,A loving Bacchus or wine, AP7.222 (Phld.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόβακχος
-
13 φιλοβαρβαρίζω
A enjoy barbarisms of speech, Phld.Herc.994.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοβαρβαρίζω
-
14 φιλοβάρβαρος
φῐλο-βάρβᾰρος, ον,A fond of barbarians or foreigners, Plu.2.857a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοβάρβαρος
-
15 φιλοβάρβιτος
φῐλο-βάρβῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοβάρβιτος
-
16 φιλοβασίλειος
A loving monarchy, Plu.Aem.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοβασίλειος
-
17 φιλοβασιλεύς
A a friend to the king, Com.Adesp. in Gött.Nachr.1922.31, D.S.17.114, Plu.Alex. 47, Jul.Ep. 89b, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοβασιλεύς
-
18 φιλοβασιλισταί
φῐλο-βᾰσῐλισταί, οἱ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοβασιλισταί
-
19 φιλοβάσκανος
φῐλο-βάσκᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοβάσκανος
-
20 φιλοβήδιοι
φῐλο-βήδιοι, οἱ,A admirers of Vedius, Ephes.3 No.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοβήδιοι
См. также в других словарях:
Νιμέγερ, Σοάρες Φίλο Όσκαρ — (Soares Filho Oscar Niemeyer, Pio ντε Τζανέιρο 1907 –). Βραζιλιανός αρχιτέκτονας. Εργάστηκε με τον Λούτσιο Κόστα και τον Λε Κορμπιζιέ στην κατασκευή του κτιρίου του Υπουργείου Παιδείας στο Ρίο ντε Τζανέιρο (1936) και συντέλεσε στη διάδοση της… … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
Мефистофель — … Википедия
ετοιμομεμφής — ἑτοιμομεμφής, ές (Μ) αυτός που είναι έτοιμος να κατηγορήσει, ο φίλο κατήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλο μεμφής] … Dictionary of Greek
θυννολογώ — θυννολογῶ, έω (Μ) συζητώ για τόν(ν)ους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + λογώ (< λόγος < λέγω), πρβλ. φιλο λογώ (< φιλό λογος), χαριτο λογώ (< χαριτο λόγος)] … Dictionary of Greek
ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… … Dictionary of Greek
προσοικειώνω — προσοικειῶ, όω, ΝΑ [οἰκειῶ] νεοελλ. μέσ. προσοικειώνομαι α) (μτβ.) κάνω κάποιον φίλο μου ή οπαδό μου, τόν παίρνω με το μέρος μου, τόν προσεταιρίζομαι β) (αμτβ.) γίνομαι οικείος προς κάτι, προσαρμόζομαι, συνηθίζω («προσοικιώθηκε με τη νέα… … Dictionary of Greek
συνεταιρίζομαι — ΝΜ και ενεργ. τ. συνεταιρίζω Α [συνέταιρος] νεοελλ. 1. συνιστώ εταιρεία ή συνεταιρισμό με άλλον ή με άλλους 2. φρ. «δικαίωμα [ή ελευθερία] τού συνεταιρίζεσθαι» (νομ.) συνταγματικώς κατοχυρωμένο θεμελιώδες συλλογικό δικαίωμα, βάσει τού οποίου κάθε … Dictionary of Greek
φιλομειδής — ές, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλομμειδής και φιλομηδής και φιλομμηδής, ές, Α 1. αυτός που τού αρέσει να χαμογελά 2. προσωνυμία τής Αφροδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + (μ)μειδής (< * σμειδής < μειδιῶ* «χαμογελώ»), πρβλ. μειλιχο μειδής. Ωστόσο,… … Dictionary of Greek
χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek