-
1 φιλόθυτος
φῐλό-θῠτος, ονGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόθυτος
См. также в других словарях:
κακόθυτος — κακόθυτος, ον (Α) αυτός που προσφέρει κακές θυσίες, που θυσιάζει κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θυτος (< θύω), πρβλ. ιερό θυτος, φιλό θυτος] … Dictionary of Greek