-
81 προσγιγνομαι
ион. προσγίνομαι (γῑ) присоединяться(τινι Her.; οἱ προσγεγενημένοι ξύμμαχοι Thuc.)
θαρσήσαντες τοῖς προσγιγνομένοις Thuc. — ободрившиеся благодаря прибывшим подкреплениям;μέ παραγενέσθαι τῇ μάχῃ, ἀλλὰ προσγενέσθαι μετὰ τέν μάχην διώκουσι Plut. — не участвовать в сражении, но присоединиться после сражения к преследующим;τὸ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῖς προσγενήσεται Thuc. — не легко им (т.е. пелопоннессцам) дастся стать опытными моряками;πρὸς τῷ θυμοειδεῖ ἔτι προσγενέσθαι φιλόσοφος Plat. — с мужеством сочетать любовь к мудрости;ἐπειδέ καὴ γῆρας καὴ νόσοι προσγίνεταί μοι Lys. — после того, как прибавились у меня старость и болезни -
82 σεμνοτης
- ητος ἥ1) торжественность, пышность, величавость(τῆς ἐξελάσεως Xen.; τοῦ ῥήματος Dem.)
σεμνότητ΄ ἔχει σκότος Eur. — в темноте есть (какая-то) торжественность2) сдержанность, скромность Eur.3) серьезность, важность(σ. καὴ βαρύτης Arst.)
4) напыщенность(σ. φιλόσοφος Luc.)
5) благочестие -
83 σκηνικος
-
84 Στωικος
ὁ (тж. Σ. φιλόσοφος NT.) стоик, приверженец стоической философии Diog.L. -
85 συσχολαζω
1) сообща проводить досуг, общаться2) вместе учиться(τινί Luc.)
εἰς τῶν ἐν Ἀκαδημίᾳ συσχολασάντων Plut. — один из прошедших обучение в Академии -
86 υπακρος
-
87 φιλολογος
21) любящий поговорить, словоохотливый, разговорчивый(φ. τε καὴ πολύλογος Plat.)
2) любящий вести ученую беседу(φιλόσοφός τε καὴ φ. Plat.)
3) любящий науки, ученый Arst., Plut.4) поздн. изучающий старинных авторов -
88 φιλοπονος
21) трудолюбивый, усиленно работающий Soph., Plat.ἐπιμελές καὴ φ. περί τι Xen. — тщательный и усердный в чем-л.;
τῷ μὲν σώματι φ., τῇ δὲ ψυχῇ φιλόσοφος Isocr. — труженик в области физической и философ в области духовной2) требующий большого напряжения сил, тяжелый(πόλεμος Xen.)
-
89 φροντις
- ίδος ἥ1) мышление или мысль, тж. пониманиеοὐδ΄ ἔνι φροντίδος ἔγχος Soph. — ни одного проблеска мысли, т.е. ничего нельзя придумать;
τὸ ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι Soph. — насколько это доступно моему разумению;νέα φ. οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ Eur. — мысли молодежи далеки от печали2) размышление, дума(φροντίδα ἔχειν τινός Eur.)
ἀπελήλατο τῆς φροντίδος περὴ τῆς βασιληΐης Her. — он (и) не думал о царской власти;ἐν φροντίδι γενέσθαι Xen. — призадуматься;ὡς δέ μοι ἐν φροντίδι ἐγένετο Her. — так как (это) заинтересовало меня;ἐνέβησε ἐς φροντίδα, εἴ κως δύναιτο … Her. — это заставило (его) призадуматься, не сможет ли он …;ποῖ τις φροντίδος ἔλθῃ ; Soph. — куда обратить (мне свои) помыслы?;φ. φιλόσοφος Arph. — философское размышление3) забота, тревога, беспокойство(λῦπαι καὴ φροντίδες Isocr.; ἐν φροντίδι εἶναι ἀλλήλων πέρι Her.)
μεστόν ἐστι τὸ ζῆν φροντίδων Men. — жизнь полна забот;φροντίδα ποιεῖσθαί τινος и περί τινος Diod. — заботиться о чем-л. -
90 ψευδεπιγραφος
2досл. ложно подписанный, перен. облыжно именуемый, мнимый(ὅ πραγματικὸς τρόπος Polyb.; φιλόσοφος Plut.)
-
91 ψευδωνυμος
2ложно именуемый(φιλόσοφος, τιμαί Plut.; γνῶσις NT.)
Ὑβριστές ποταμὸς οὐ ψ. Aesch. — река, недаром называющаяся Гибристом («Яростной») -
92 философ
ο φιλόσοφος, -ия η φιλοσοφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > философ
-
93 философ
филос||офм ὁ φιλόσοφος. -
94 εμπειρικός
η, ό[ν]1) эмпиричный, опытный, опирающийся на практический опыт;εμπειρικός ιατρός — врач-практик;
2) филос. эмпирический;εμπειρικός φιλόσοφος — философ-эмпирик;
εμπειρική κυριαρχία — эмпириокритицизм
-
95 μεγάλος
η, ο 1.1) большой, крупный;μεγάλη επιχείρηση — крупное предприятие;
οι μπότες μού είναι μεγάλες — сапоги мне велики;
μεγάλο πράμα — большое дело;
2) великий; крупный, выдающийся;μεγάλος φιλόσοφος — крупный философ;
οι μεγάλες δυνάμεις — великие державы;
μεγάλοι άνδρες — великие люди;
αυτός έγινε μεγάλος — он стал большим человеком;
η μεγάλη εποχή τρύ Περικλή — великая эпоха Перикла;
3) большой, важный, значительный;μεγάλο γεγονός — важное событие;
μεγάλες δυσκολίες — серьёзные трудности;
μεγάλες επιτυχίες — крупные успехи;
μεγάλη προσωπικότητα — важная личность, персона, высокопоставленное лицо;
προς μεγάλη (μου) έκπληξη (λύπη) — к великому (моему) удивлению (огорчению);
4) старший; взрослый;μεγάλη κόρη — старшая дочь;
μεγάλες τάξεις — старшие классы;
τώρα είσαι μεγάλος — теперь ты взрослый;
5) пожилой, немолодой;μεγάλης ηλικίας — пожилой;
μην τον βλέπεις πού είναι καλοστεκάμενος, είναι μεγάλ — он не так уж молод, как выглядит;
6) высокий, высокого роста;7) большой, многочисленный;μεγάλη φαμίλια — большая семья;
§ μεγάλα λόγια — а) громкие слова; — б) пустые обещания;
μεγάλος φίλος — большой друг;
μεγάλο πρόσωπο — шутл, (важная) персона, вельможа;
μικροί και μεγάλοι — от мала до велика;
με τούς μικρούς μικρός, με τούς μεγάλους μεγάλος — у него ко всем подход есть, он со всеми умеет держать себя;
τον έφαγε η μεγάλη ιδέα ирон. — он стал жертвой «великой идеи», мании величия;
τό μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό — погов, большая рыба пожирает маленькую;
μεγάλр καράβι μεγάλη φουρτούνα — погов, большому кораблю большое плавание;
μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πείς — посл, ешь пирог с грибами, да держи язык за зубами;
2. (οί) вершители судеб; сильные мира сего -
96 φιλοσοφωτάτω
-
97 φιλοσοφωτάτῳ
-
98 φιλοσοφωτέραν
φιλοσοφωτέρᾱν, φιλόσοφοςlover of wisdom: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
99 φιλοσόφωι
φιλοσόφῳ, φιλόσοφοςlover of wisdom: masc dat sg -
100 ჶილოსოჶოსი
სიბრძნის მოყვარე, მცოდნე ჶილოსოჶიისა (ვეფხისტ. 827), философ, φιλόσοφος.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > ჶილოსოჶოსი
См. также в других словарях:
φιλόσοφος — lover of wisdom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόσοφος — Άγιος της Ανατ. Όρθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, επειδή, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος, θέλοντας να αποφύγει να συνομιλήσει με πόρνη, όπως τον υποχρέωσαν, δάγκασε τη γλώσσα του και την έφτυσε με το… … Dictionary of Greek
φιλόσοφος — η, ο 1. ο φίλος (εραστής) της σοφίας, αυτός που φιλοσοφεί, αυτός που ερευνά τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων, ο σοφός: Μίλησε με φιλόσοφο πνεύμα. 2. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ., φιλόσοφος, ο, η αυτός που διδάσκει φιλοσοφία, ο συγγραφέας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… … Dictionary of Greek
φιλοσοφώτερον — φιλόσοφος lover of wisdom adverbial comp φιλόσοφος lover of wisdom masc acc comp sg φιλόσοφος lover of wisdom neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφωτάτων — φιλόσοφος lover of wisdom fem gen superl pl φιλόσοφος lover of wisdom masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφωτέρων — φιλόσοφος lover of wisdom fem gen comp pl φιλόσοφος lover of wisdom masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφώτατα — φιλόσοφος lover of wisdom adverbial superl φιλόσοφος lover of wisdom neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφώτατον — φιλόσοφος lover of wisdom masc acc superl sg φιλόσοφος lover of wisdom neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσόφω — φιλόσοφος lover of wisdom masc nom/voc/acc dual φιλόσοφος lover of wisdom masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαίδων — Φιλόσοφος από την Ηλεία, μαθητής του Σωκράτη. Πήρε μέρος στον πόλεμο Ηλείων Σπαρτιατών (401 π.Χ.), αιχμαλωτίστηκε από τους Σπαρτιάτες και ελευθερώθηκε με λύτρα που μαζεύτηκαν στην Αθήνα με προτροπή του Σωκράτη. Ιδρυτής της Ηλειακής Σωκρατικής… … Dictionary of Greek