-
1 φιλό-μουσος
φιλό-μουσος, die Musen liebend, die schönen Künste liebend, Musenfreund; λόγοι Ar. Nub. 357; ἀνήρ Plat. Phaedr. 259 b; καὶ φιλήκοος Rep. VIII, 548 e; δελφῖνες Arion. 1, 10; κώνωψ Mel. 90 (V, 152); Xen. Cyr. 5, 1,1.
-
2 φιλόμουσος
φιλό-μουσος, die Musen liebend, die schönen Künste liebend, Musenfreund
См. также в других словарях:
κακόμουσος — η, ο (Α κακόμουσος, ον) ελλιπής στη μουσική, άμουσος, ακαλαίσθητος. επίρρ... κακομούσως με κακόμουσο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. ποικιλό μουσος, φιλό μουσος] … Dictionary of Greek
ποικιλόμουσος — ον, Α αυτός που έχει ή παράγει ποικίλη, πλούσια μουσική αρμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό μουσος] … Dictionary of Greek
πολύμουσος — ον, Α 1. προικισμένος με τα δώρα τών Μουσών 2. αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό ταλέντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό μουσος] … Dictionary of Greek
υομουσία — ἡ, Α απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + μουσία (< μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο μουσία] … Dictionary of Greek
χρηστομουσώ — έω, Α εφαρμόζω σωστά τους κανόνες τής μουσικής, έχω καλή επίδοση στη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + μουσῶ (< μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο μουσῶ] … Dictionary of Greek