-
1 φιλοψυχια
ион. φιλοψῡχίη ἥ ( чрезмерное) жизнелюбие, привязанность к жизни Her.φιλοψυχίας ἕνεκα Plat. — из желания сохранить свою жизнь;
ἥ ἀνανδρία καὴ φ. Plut. — трусливая боязнь за свою жизнь
См. также в других словарях:
φιλοψυχία — φιλοψῡχίᾱ , φιλοψυχία love of life fem nom/voc/acc dual φιλοψῡχίᾱ , φιλοψυχία love of life fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψυχίᾳ — φιλοψῡχίαι , φιλοψυχία love of life fem nom/voc pl φιλοψῡχίᾱͅ , φιλοψυχία love of life fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψυχία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοψυχίη Α [φιλόψυχος] 1. η υπερβολική αγάπη για τη ζωή 2. συνεκδ. δειλία, ατολμία … Dictionary of Greek
φιλοψυχίας — φιλοψῡχίᾱς , φιλοψυχία love of life fem acc pl φιλοψῡχίᾱς , φιλοψυχία love of life fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψυχίαις — φιλοψῡχίαις , φιλοψυχία love of life fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψυχίαν — φιλοψῡχίᾱν , φιλοψυχία love of life fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψυχίην — φιλοψῡχίην , φιλοψυχία love of life fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)