Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φιλοτιμία

  • 1 gurur

    φιλοτιμία, περηφάνεια, περηφάνια, καμάρι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > gurur

  • 2 самолюбие

    самолюбие с η φιλοτιμία
    * * *
    с
    η φιλοτιμία

    Русско-греческий словарь > самолюбие

  • 3 затрагивать

    затрагивать
    несов
    1. (касаться) θίγω, πειράζω, ἀγγίζω·
    2. перен θίγω:
    \затрагивать самолюбие θίγω τήν φιλοτιμία· \затрагивать больное место θίγω τό ἀδύνατο σημείο· \затрагивать чьи-л. интересы θίγω τά συμφέροντα κάποιου· \затрагивать вопрос θίγω τό ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > затрагивать

  • 4 мина

    ми́н||а I ж воен., мор. ἡ νάρκη:
    магнитная \мина ἡ μαγνητική νάρκη· плавучая \мина ἡ παρασυρόμενη νάρκη· \мина замедленного действия ἡ ἐγκαιροφλεγής νάρκη· закладывать \минау ναρκοθετώ, τοποθετώ νάρκες.
    ми́н||а II ж (о лице) τό ὕφος, ἡ ὀψις, ἡ Εκφραση:
    кислая \мина τό στραβομου-τσούνιασμα· ◊ делать веселую \минау при плохой игре разг κάνω τήν ἀνάγκη φιλοτιμία, τήν ἀνάγκην φιλοτιμίαν ποιούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > мина

  • 5 самолюбие

    само||любие
    с τό φιλότιμο, ἡ φιλοτιμία/ ὁ ἐγωισμός (чрезмерное):
    ложное \самолюбиелюбие τό ψευτοφιλότιμο· болезненное \самолюбиелюбие ἡ ὑπερβολική εὐθιξία· задевать чье-л, \самолюбиелюбие θίγω τό φιλότιμο κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > самолюбие

  • 6 укол

    укол
    мч
    1. τό τσίμπημα, τό κέντημα, ὁ νυγμός, τό σούβλισμα
    2. мед. ἡ ἔνεση[-ιςί \уколоть сов
    1. τσιμπώ, κεντώ, κεντρίζω, σουβλίζω:
    \уколоть руку игло́й τρυπώ τό χέρι μέ τό βελόνι·
    2. перен κεντώ:
    \уколоть чье-л. самолюбие κεντώ τή φιλοτιμία κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > укол

  • 7 уязвлять

    уязв||лять
    несов προσβάλλω, θίγω:
    \уязвлятьи́ть самолюбие προσβάλλω τή φιλοτιμία.

    Русско-новогреческий словарь > уязвлять

  • 8 щадить

    щадить
    несов λυπάμαι, λυπούμαι, φείδομαι:
    \щадить чье-л. самолюбие δέν θίγω τή φιλοτιμία κάποιου· не \щадить своей жизни δέν λυπάμαι τή ζωή μου· не \щадить себя θυσιάζομαι, γίνομαι θυσία.

    Русско-новогреческий словарь > щадить

  • 9 put a good face on it

    (to give the appearance of being satisfied etc with something when one is not: Now it's done we'll have to put a good face on it.) κάνω την ανάγκη φιλοτιμία

    English-Greek dictionary > put a good face on it

  • 10 Ambition

    subs.
    P. and V. φιλοτιμία, ἡ (Eur., Phoen. 532), τὸ φιλότιμον (Eur., I.A. 342, 345).
    Self-aggrandisement: P. πλεονεξία, ἡ.
    Aim, purpose: P. and V. γνώμη, ἡ ; see Purpose.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ambition

  • 11 haysiyet

    αξιοπρέπεια, φιλοτιμία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > haysiyet

  • 12 pride

    1) έπαρση
    2) καμάρι
    3) φιλοτιμία

    English-Greek new dictionary > pride

См. также в других словарях:

  • φιλοτιμία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α [φιλότιμος] μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, απλοχεριά νεοελλ. 1. έντονη συναίσθηση τής προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ευθιξία, φιλότιμο («τού έθιξε την φιλοτιμία του») 2. προθυμία στην εκτέλεση εντολής ή καθήκοντος… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτιμία — η 1. η ιδιότητα του φιλότιμου ανθρώπου, ο χαρακτήρας και η διαγωγή του, η ζωηρή αγάπη του για την τιμή (τη δόξα, την αξιοπρέπεια), η φιλοδοξία. 2. ζωηρή και διαρκής συναίσθηση της προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, προσωπικός εγωισμός, ευθιξία,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοτιμία — φιλοτῑμίᾱ , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc/acc dual φιλοτῑμίᾱ , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτιμίᾳ — φιλοτῑμίαι , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc pl φιλοτῑμίᾱͅ , φιλοτιμία love of honour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτιμώ — φιλοτίμησα, φιλοτιμήθηκα 1. μτβ., διεγείρω τη φιλοτιμία κάποιου, τον κάνω να δείξει ζήλο, να φανεί φιλότιμος: Ο λοχαγός τούς φιλοτίμησε για την επίθεση. 2. το μέσ., φιλοτιμούμαι και φιλοτιμιούμαι και φιλοτιμιέμαι παρακινούμαι από φιλοτιμία να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλότιμος — Έλληνας γιατρός, μαθητής του Πραξαγόρα του Κώου, που αναφέρεται κυρίως για τη δραστηριότητά του το 320 π.Χ. Aσχολήθηκε με την ανατομία και επιχείρησε να περιγράψει διάφορα όργανα, όπως τον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρούσε κατώτερης σημασίας.… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՏՈՒԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0619 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 13c գ. φιλοτιμία, φιλοτίμημα, φιλοτιμόν honoris studium, ambitio, conatus. Պատուասէրն լինել. փառասիրութիւն. փոյթ փառաց. եւ պատույ անձին. *(ընդդէմ դնել) պատուասիրութեան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • φιλοτιμί' — φιλοτῑμίαι , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc pl φιλοτῑμίᾱͅ , φιλοτιμία love of honour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτιμίαι — φιλοτῑμίαι , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc pl φιλοτῑμίᾱͅ , φιλοτιμία love of honour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτιμίας — φιλοτῑμίᾱς , φιλοτιμία love of honour fem acc pl φιλοτῑμίᾱς , φιλοτιμία love of honour fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»