Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

φιλοσοφία

  • 101 ἀπάτη

    ἀπάτη, ης ἡ (s. ἀπατάω; Hom.+).
    deception, deceitfulness (Jdth 9:10, 13; 4 Macc 18:8; Jos., Ant. 2, 300; SibOr 5, 405 ἀ. ψυχῶν) ἡ ἀ. τοῦ πλούτου the seduction which comes from wealth Mt 13:22; Mk 4:19; ἀ. τῆς ἁμαρτίας deceitfulness of sin Hb 3:13 (note that sense 2 is also probable for the synoptic passages and Hb 3:13; cp. PRein inv. 2069 V, 73 LRobert, Hellenica XI/XII, ’60, 5ff). ἀ. τοῦ κόσμου Dg 10:7 (cp. Herm. Wr. 13, 1 ἡ τοῦ κόσμου ἀπάτη). [τ]ὰς ἐπὶ τὴν ἀπάτην ἀγούσας (paths?) that lead to deceit AcPl Ha 9, 13 (the text is fragmentary, s. ed.’s note and also s. ἄγω 3 end); w. φιλοσοφία (cp. Heraclid. Crit., Descriptio Graeciae 1, 1 [p. 72, 15 Pfister]) empty deceit Col 2:8. ἐν πάσῃ ἀ. ἀδικίας w. every kind of wicked deception 2 Th 2:10 (of deceptive trickery, like Jos., Ant. 2, 284). ἐπιθυμία τ. ἀπάτης deceptive desire Eph 4:22. W. φιλαργυρία 2 Cl 6:4; w. εἰκαιότης Dg 4:6; listed w. other sins Hm 8:5. Personified (Hes., Theog. 224; Lucian, De Merc. Cond. 42) Hs 9, 15, 3.
    esp. (since Polyb. 2, 56, 12; 4, 20, 5; IPriene 113, 64 [84 B.C.; cp. Rouffiac 38f]; Moeris p. 65 ἀπάτη• ἡ πλάνη παρʼ Ἀττικοῖς … ἡ τέρψις παρʼ Ἕλλησιν; Philo, Dec. 55) pleasure, pleasantness that involves one in sin, w. τρυφή Hs 6, 2, 1; 6, 4, 4; 6, 5, 1 and 3f. Pl. (Ps.-Dicaearch. p. 104f. ψυχῆς ἀπάται) Hm 11:12; Hs 6, 2, 2 and 4; 6, 5, 6; (w. ἐπιθυμίαι) ἀπάται τοῦ αἰῶνος τούτου Hs 6, 3, 3 v.l. Hence ἐντρυφῶντες ἐν ταῖς ἀ. (v.l. ἀγάπαις; the same variant Mk 4:19; Eccl 9:6 v.l.; see AvHarnack, Z. Revision d. Prinzipien d. ntl. Textkritik 1916, 109f and ἀγάπη 2) reveling in their lusts 2 Pt 2:13.—M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀπάτη

См. также в других словарях:

  • φιλοσοφία — φιλοσοφίᾱ , φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc/acc dual φιλοσοφίᾱ , φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — η 1. η αγάπη ή η επιδίωξη της σοφίας (βλ. λ.), η επιθυμία για γνώση, η φιλομάθεια. 2. η αναζήτηση της αλήθειας, η έρευνα της φύσης των πραγμάτων, η επιστήμη που εξετάζει τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων: Η φιλοσοφία είναι η μητέρα των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοσοφίᾳ — φιλοσοφίαι , φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc pl φιλοσοφίᾱͅ , φιλοσοφία love of knowledge fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… …   Dictionary of Greek

  • Πρώτη φιλοσοφία —         (prole philosophia) (греч.) первая философия. Так Аристотель назвал метафизику; Вольф онтологию. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… …   Философская энциклопедия

  • αξιών, φιλοσοφία των- — Γερμανικό φιλοσοφικό ρεύμα που γνώρισε ανάπτυξη στο τέλος του 19ου αι. και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού και στο οποίο δεσπόζουν δύο φυσιογνωμίες: ο Βίλχελμ Βίντελμπαντ και ο Χάινριχ Ρίκερτ. Οι δύο αυτοί φιλόσοφοι, ξεκινώντας από τις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφίας — φιλοσοφίᾱς , φιλοσοφία love of knowledge fem acc pl φιλοσοφίᾱς , φιλοσοφία love of knowledge fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσοφίαι — φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc pl φιλοσοφίᾱͅ , φιλοσοφία love of knowledge fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσοφίαν — φιλοσοφίᾱν , φιλοσοφία love of knowledge fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»