-
21 μητροπολις
дор. μᾱτρόπολις ἥ1) метрополия(μεγαλᾶν πολίων Pind.; Λακεδαιμονίων Thuc.)
2) перен. основательница, родоначальница, мать(ἥ ἱστορία μ. τῆς φιλοσοφίας Diod.)
3) родина(Δωριέων τῶν ἐν Πελοποννήσῳ Her.; Βακχᾶν μ. Θήβη Anth.)
4) главный город, столица(τῶν Δριλῶν Xen.)
-
22 περιοραω
(impf. περιεώρων, - ион. περιώρεον, fut. περιόψομαι, aor. 2 περιεῖδον, pf. περιεόρᾱκα; pass.: aor. περιώφθην, pf. περιῶμμαι)1) тж. med. озираться, высматривать, выжидать(τὸ μέλλον Thuc.)
μέλλοντες καὴ περιορώμενοι Thuc. — медля и выжидая;περιορώμενοι, ὁποτέρων ἥ νίκη ἔσται Thuc. — выжидая, на чьей стороне будет победа2) med. опасатьсяτῆς Μένδης περιορώμενος μή τι πάθῃ Thuc. — опасаясь, как бы с Мендой что-л. не приключилось
3) предоставлять, допускать, позволятьμέ περιϊδεῖν τέν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν Her. — не допустить, чтобы господство снова перешло к мидянам;
οὐ μή σε περιόψομαι ἀπελθόντα Arph. — я не дам тебе уйти;π. τινα διαφθειρόμενον Thuc. — дать кому-л. погибнуть;εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιΐδοιμεν Thuc. — если бы мы вам позволили мешать нам;οὐ περιορᾶν παριέναι Her. — не разрешить приблизиться, т.е. не впустить4) оставлять без внимания, пренебрегатьμή σφε περιΐδῃς πτωχάς Soph. — не оставь их обеих в нищете;
οὐ μή με περιόψεται ἄνιππον (sc. ὄντα) Arph. — он не оставит меня без лошади;περιορωμένη ὑπὸ φιλοσοφίας μηχανική Plut. — механика, бывшая в пренебрежении у философии5) med. уклоняться, избегать -
23 προσγραφω
1) приписывать, письменно добавлять(τινί τι Dem.)
τὰ προσγεγραμμένα Xen. — письменное приложение (к договору)2) приписывать, вносить в списокπ. τινὰ τῇ πολιτείᾳ Plut. — вносить кого-л. в число граждан;
προσγραφῆναι εἰς τέν στήλην Lys. — быть включенным в список на (почетной) колонне3) приписывать, вменять(τῇ τύχῃ τι Plut.)
π. ἑαυτῷ τὸ φιλοσοφίας ὄνομα Plut. — объявлять себя философом -
24 συλαγωγεω
досл. похищать как добычу, перен. увлекать, соблазнять -
25 αριστεύς
(-εως) ο один из лучших, лучший из лучших;οι αριστείς της φιλοσοφίας — корифеи философии
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φιλοσοφίας — φιλοσοφίᾱς , φιλοσοφία love of knowledge fem acc pl φιλοσοφίᾱς , φιλοσοφία love of knowledge fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
Θεοδωρακόπουλος, Ιωάννης — (Σπάρτη 1900 – Αθήνα 1981). Πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Φοίτησε στη Ριζάρειο εκκλησιαστική σχολή και στη συνέχεια σπούδασε φιλοσοφία στη Βιέννη και στη Χαϊδελβέργη. Έγινε διδάκτορας της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, εξελέγη… … Dictionary of Greek
Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… … Dictionary of Greek
Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Χέφντινγκ, Χαράλντ — (Heffding, 1843 – 1931). Δανός φιλόσοφος και ψυχολόγος. Σπούδασε αρχικά φιλολογία, μετά θεολογία και τέλος ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία. Το 1880 διορίστηκε υφηγητής και το 1883 τακτικός καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Στην έδρα του… … Dictionary of Greek
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek