Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φιλία

  • 21 расцеловать

    расцеловать
    сов καταφιλῶ, γεμίζω (μέ) φιλιά.

    Русско-новогреческий словарь > расцеловать

  • 22 сближаться

    сближа||ться
    1. -πλησιάζω (άμετ.)Ι перен προσεγγίζω, συγκλίνω, συνδέομαι:
    точки зрения \сближатьсяются προσεγγίζουν οἱ ἀπόψεις μας·
    2. (становиться друзьями) συνδέομαι μέ φιλία, ἀποκτώ στενές σχέσεις μέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > сближаться

  • 23 сдружиться

    сдружиться
    сов (с кем-л.) πιάνω φιλία, γίνομαι φίλος μέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > сдружиться

  • 24 снискать

    снискать
    сов ἀποκτώ:
    \снискать чье-л. расположение, дру́жбу ἀποκτώ τή συμπάθεια, τή φιλία κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > снискать

  • 25 тесный

    тесн||ый
    прил
    1. στενός, στενόχωρος:
    \тесныйый проход τό στενό πέρασμα, ἡ στενή δίοδος· \тесныйая квартира τό στενόχωρο διαμέρισμα· \тесныйый пиджак τό στενό σακκάκν
    2. перен ἐπιστήθιος, στενός:
    \тесныйая дру́жба ἡ στενή φιλία· в \тесныйом кругу́ друзей σέ στενό κύκλο φίλων.

    Русско-новогреческий словарь > тесный

  • 26 дружба

    [ντρούζμπα] ουσ θ. φιλία

    Русско-греческий новый словарь > дружба

  • 27 дружба

    [ντρούζμπα] ουσ θ. φιλία

    Русско-эллинский словарь > дружба

  • 28 водить

    вожу, водишь, ρ.δ.μ.
    1. οδηγώ• πηγαίνω•

    водить детей гулять πηγαίνω τα παιδιά περίπατο.

    || βαδίζω επικεφαλής.
    2. οδηγώ (όχημα).
    3. κινώ επάνω σε•

    водить смычком по струнам κινώ το δοξάρι πάνω στις χορδές.

    4. διατηρώ, έχω• συνάπτω•

    водить знакомство αποκτώ γνωριμίες•

    водить дружбу συνάπτω φιλία.

    5. τρέφω, κρατώ, διατηρώ•

    водить пчел τρέφω μελίσσια•

    водить голубей κρατώ περιστέρια.

    εκφρ.
    водить за нос – σέρνω α-πο τη μύτη (έχω υποχείριο)•
    водить хороводы – χορεύω κυκλικά τραγουδώντας
    1. υπάρχω, ζω• πολλαπλασιάζομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•

    в этой реке -ится много рыбы αυτό το ποτάμι έχει πολλά ψάρια•

    в этом лесу -ится много дичи σ’ αυτό το δάσος υπάρχει πολύ κυνήγι.

    || παρατηρούμαι• συμβαίνω•

    этого прежде не -лось за вами αυτό πρίν δε συνέβαινε σε σας.

    || συνηθίζομαι•

    здесь это и -ится αυτό εδώ συνηθίζεται.

    2. σχετίζομαι, συνδέομαι, συναναστρέφομαι•

    друг, с ним не -ишься φίλε, μ’ αυτόν μη κάνεις παρέα.

    || συχνάζω•

    дом, в котором черти -ятся σπίτι των διαβόλων ή φαντασμάτων.

    εκφρ.
    как -ится – όπως συνηθίζεται.

    Большой русско-греческий словарь > водить

  • 29 войти

    войду, войдешь, παρλθ. χρ. вошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επίρ. μτχ. войдя ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•

    войти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο•

    заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βαθιά.

    2. συμπεριλαμβάνομαι•

    войти в список συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο.

    || γίνομαι μέλος•

    он -шел в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή.

    3. Χωρώ, περιλαμβάνομαι•

    белье не -шло в чемодан τα ρούχα δέν μπήκαν (δε χώρεσαν) στη βαλίτσα.

    4. εισχωρώ, εισδύω•

    войти в суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης.

    5. με την πρόθεση «В» και με αφηρεμένα ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... войти в переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•

    в действие μπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή•

    в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω να ισχύω•

    войти в сношения αρχίζω να πιάνω σχέσεις•

    войти в привычку αρχίζω να γίνομαι συνήθεια•

    войти в моду (αρχίζω να) γίνομαι της μόδας•

    войти в известность γίνομαι γνωστός.

    εκφρ.
    войти в доверие – αποχτώ την εμπιστοσύνη•
    войти в милость – αποχτώ την ευμένεια•
    войти в дружбу – πιάνω φιλία•
    войти в быт – μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή•
    войти в жизнь – α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή•
    войти в историю – μπαίνω στην ιστορία•
    войти в колею ή в русло – συνηθίζω στη ζωή•
    войти в лета ή в года ή в возрастπαλ. ηλικιώνομαι, ωριμάζω, έρχομαι στα χρόνια•
    войти в подробности – μπαίνω σε λεπτομέρειες•
    войти в положение, кого – καταλαβαίνω την κατάσταση του•
    войти в пословицу ή в поговорку – γίνομαι παροιμία, γνωμικό.

    Большой русско-греческий словарь > войти

  • 30 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 31 дружить

    -жу, -жишь к. -ужишь
    ρ.δ.
    είμαι φίλος με κάποιον, πιάνομαι φίλος, συνδέομαι, με φιλία.
    βλ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > дружить

  • 32 завязать

    -вяжу, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завязанный, -зан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    завязать веревку δένω την τριχιά•

    завязать галстук δένω τη γραβάτα•

    завязать двойной узел διπλοκομποδένω.

    2. πιάνω, συνάπτω• αρχίζω πρώτος•

    завязать дружбу πιάνω φιλία•

    завязать разговор πιάνω κουβέντα•

    завязать переписку ανοίγω αλληλογραφία•

    завязать бой συνάπτω μάχη•

    завязать отношения πιάνω σχέσεις•;- спор αρχίζω συζήτηση•

    завязать перестрелку αρχίζω πρώτο£ τους πυροβολισμούς.

    3. (γι φυτά) γονιμοποιούμαι•

    завязать плод πιάνω (δένω) καρπό.

    1. δένομαι.
    2. αρχίζω, συνάπτομαι, πιάνομαι•. -лся бой πιάστηκε η μάχη.
    3. (για φυτά) γονιμοποιούμαι•

    плод -лся ο καρπός έδεσε.

    -аю, -аешь, ρ.δ.
    βλ. завязнуть.

    Большой русско-греческий словарь > завязать

  • 33 закадычный

    επ.
    εγκάρδιος, ειλικρινής, επιστήθιος, στενός•

    закадычный друг ή приятель επιστήθιος φίλος•

    -ая дружба στενή φιλία.

    Большой русско-греческий словарь > закадычный

  • 34 изменник

    α.
    -на, -ы θ.
    προδότης, -τρία. || άπιστος, -η (για αγάπη, φιλία κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > изменник

  • 35 крепнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. креп
    κ. крепнул
    -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. στερεώνω, καθιστώ στερεό, στεργιώνω.
    2. δυναμώνω, ενισχύομαι•

    пусть -ет дружба между греческим и русским народами! ας δυναμώνει η φιλία ανάμεσα στον ελληνικό και ρωσικό λαό!

    Большой русско-греческий словарь > крепнуть

  • 36 куначество

    ουδ.
    φιλία• φιλοξενία (καυκάσια λ.).

    Большой русско-греческий словарь > куначество

  • 37 между

    πρόθ. με γεν. κ. οργν. μεταξύ, ανάμεσα•

    между двух огней μεταξύ δύο πυρών•

    между небом и землёй μεταξύ ουρανού και γης•

    странами μεταξύ των χωρών•

    между горами μεταξύ βουνών•

    между нами μεταξύ μας•

    между ним и женой ανάμεσα σ αυτόν και τη σύζυγο του•

    за мир и дружбу между народами για ειρήνη και φιλία ανάμεσα στους λαούς•

    между ними будет сказано αυτό θα το ξέρομε μόνο οι δυο μας.

    εκφρ.
    нами (говоря); – (για μυστικό) ανάμεσα μας•
    между прочим – ανάμεσα στ' άλλα, μεταξύ των άλλων•
    между тем – στο μεταξύ, εν τω μεταξύ•
    а между тем – στην πραγματικότητα•
    между тем как... – ενώ, όταν, τη στιγμή που...

    Большой русско-греческий словарь > между

  • 38 набить

    -бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•

    набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•

    чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•

    набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.

    2. μπήγω, χτυπώ•

    набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•

    набить сваи μπήγω πασσάλους.

    3. βάζω, περνώ χτυπώντας•

    набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.

    4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•

    набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•

    набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•

    пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.

    5. πατώ, κάνω συνεκτικό•

    путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.

    6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.
    7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•

    набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.

    || ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•

    набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.

    8. σπάζω (πολλά)•
    9. παρασύρω, ρίχνω•

    набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.

    10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ
    εκφρ.
    набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•
    набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•
    набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•
    набить себе цену – επιδείχνομαι•
    набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.
    1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•

    на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > набить

  • 39 напроситься

    -ошусь, -осишься ρ.σ.
    1. ζητώ επίμονα, παρακαλώ.
    2. επιδιώκω, γυρεύω, επιζητώ•

    напроситься в гости επιδιώκω να με καλέσουν φιλοξενούμενο•

    напроситься на комплимент επιζητώ τα κοπλιμέντα•

    напроситься в друзья επιδιώκω, τη φιλία τους•

    напроситься идти вместе επιζητώ να με πάρουν μαζί τους.

    3. (απλ.)
    επιμένω στην τιμή, ζητώ (για πώληση, εμπόριο).

    Большой русско-греческий словарь > напроситься

  • 40 ненастоящий

    επ.
    φτιαχτός, τεχνητός, πλαστός, ψεύτικος•

    ненастоящий мех γούνα τεχνητή•

    - ая дружба (μτφ.) όχι πραγματική φιλία.

    Большой русско-греческий словарь > ненастоящий

См. также в других словарях:

  • φιλία — φιλίᾱ , φίλιος friendly fem nom/voc/acc dual φιλίᾱ , φίλιος friendly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φιλίᾱ , φιλία affectionate regard fem nom/voc/acc dual φιλίᾱ , φιλία affectionate regard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλίᾳ — φιλίᾱͅ , φίλιος friendly fem dat sg (attic doric aeolic) φιλίαι , φιλία affectionate regard fem nom/voc pl φιλίᾱͅ , φιλία affectionate regard fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλία — φιλία, η και φιλιά, η το να είναι κανείς φίλος άλλου, η αμοιβαία αγάπη από εκτίμηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους, η οικειότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλία — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… …   Dictionary of Greek

  • φιλιά — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… …   Dictionary of Greek

  • Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. — φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. См. Одна думка одно и сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φίλια — φίλιος friendly neut nom/voc/acc pl φίλιος friendly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δνοῖν τήμασιν. — См. Половина! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. — ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. См. При пиве, при бражке много братьев …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φιλίας — φιλίᾱς , φίλιος friendly fem acc pl φιλίᾱς , φίλιος friendly fem gen sg (attic doric aeolic) φιλίᾱς , φιλία affectionate regard fem acc pl φιλίᾱς , φιλία affectionate regard fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλίαι — φιλίᾱͅ , φίλιος friendly fem dat sg (attic doric aeolic) φιλία affectionate regard fem nom/voc pl φιλίᾱͅ , φιλία affectionate regard fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»