Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

φθόγγος+ἔ

  • 21 Strike

    v. trans.
    P. and V. κρούειν, τύπτειν, κόπτειν, πατάξαι ( 1st aor. of πατάσσειν), Ar. and V. παίειν (rare P.), θείνειν, ράσσειν; see also collide with.
    Strike with a missile P. and V. βάλλειν.
    With a javelin: P. and V. κοντίζειν.
    Be struck: P. and V. πληγῆναι (aor. pass. of πλήσσειν).
    met., strike (with fear, etc.): P. and V. ἐκπλήσσειν.
    Be struck by, be astonished at: P. and V. θαυμάζειν (acc.).
    Strike ( one), occur to ( one): P. and V. παρίστασθαι (dat.) ἐμπίπτειν (dat.), ἐπέρχεσθαι, (acc. or dat.), εἰσέρχεσθαι (use. or dat.).
    Astonish: P. and V. θαῦμα παρέχειν (dat.).
    Strike a bargain, covenant: P. and V. συμβαίνειν; see Covenant.
    Strike a coin: Ar. κόπτεσθαι.
    Strike a light.
    Rubbing stone against stone I struck with pain a dim light: ἀλλʼ ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων μόλις ἔφηνʼ ἄφαντον φῶς (Saph., Phil. 296).
    Strike a treaty: Ar. and P. σπονδὰς ποιεῖσθαι, P. and V. σπένδεσθαι, V. σπονδὰς τέμνειν.
    Strike against: P. and V. πταίειν πρός (dat.); collide with.
    Strike down: P. and V. καταβάλλειν.
    Strike in, interrupt, v. intrans.: P. ὑπολαμβάνειν.
    Strike in return: Ar. and P. ἀντιτύπτειν.
    Strike on: strike upon.
    Strike out, erase: P. and V. ἐξαλείφειν, P. ἐκκολάπτειν.
    Strike out a new line: Ar. and P. καινοτομεῖν.
    Strike up (a tune, etc.): Ar. ναβάλλεσθαι (absol.).
    Strike upon.
    The sound of trouble in the house strikes upon my ears: V. φθόγγος οἰκείου κακοῦ βάλλει διʼ ὤτων (Soph., Ant. 1187).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Strike

  • 22 Tongue

    subs.
    P. and V. γλῶσσα, ἡ, often P. and V. στόμα ( mouth).
    Speech, language: P. and V. γλῶσσα, ἡ, φωνή, ἡ, V. φτις, ἡ, φθόγγος, ὁ.
    Have on the tip of one's tongue: V. διὰ γλώσσης ἔχειν, cf. ἀνὰ στόμʼ ἀεὶ καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν (Eur., And. 95), and ἔχειν διὰ στόμα (Ar., Lys. 855).
    Give tongue, v.: P. and V. κλαγγαίνειν (Xen.); see Bark.
    Give tongue to evil words: V. ἐπιγλωσσᾶσθαι κακά.
    Hold one's tongue: P. and V. σιγᾶν, σιωπᾶν; see keep silence, under Silence.
    Tie ( a person's) tongue: P. ἐμφράσσειν στόμα, Ar. ἐπιβειν στόμα.
    Wield a ready tongue, v.: Ar. γλωττοστροφεῖν.
    Tongue of a balance: Ar. and P. τρυτνη, ἡ.
    Tongue of a musical instrument. P. γλῶσσα, ἡ.
    Tongue of land: P. and V. ἰσθμός, ὁ, αὐχήν, ὁ (Xen. and Eur., El. 1288).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tongue

См. также в других словарях:

  • φθόγγος — any clear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • φθόγγος — ο 1. ο έναρθρος ήχος που παράγεται με τα φωνητικά όργανα, η φωνή, ο ήχος της φωνής. 2. (μουσ.), ήχος ορισμένης οξύτητας που παράγεται από την ανθρώπινη φωνή ή από μουσικό όργανο, ο μουσικός ήχος, το μουσικό σημείο, η νότα. 3. το φθογγόσημο (βλ. λ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νότα ή φθόγγος — Τα ιδιαίτερα σημεία που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα σημειογραφίας. Στη λατινική περιοχή κάθε ν. αναγνωρίζεται από την ορολογία που υιοθέτησε ο Γκουίντο ντ’ Αρέτσο: ντο (ή ουτ), ρε, μι, φα, σολ, λα. Το σι εισήχθη αργότερα. Στην αγγλοσαξονική περιοχή …   Dictionary of Greek

  • φθόγγε — φθόγγος any clear masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγοι — φθόγγος any clear masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγοιν — φθόγγος any clear masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγοις — φθόγγος any clear masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγοισι — φθόγγος any clear masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγον — φθόγγος any clear masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγου — φθόγγος any clear masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»