Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

φθείρω

  • 41 износить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изношенный, βρ: -йен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    φθείρω, τρίβω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα).
    1. φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ, παλιώνω (για ενδύματα, υποδήματα, μηχανήματα).
    2. εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις.

    Большой русско-греческий словарь > износить

  • 42 изувечить

    -чу, -чишь|, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изувеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. σακατεύω, κάνω ανάπηρο
    αχρηστεύω, φθείρω, χαλνώ.
    σακατεύομαι, γίνομαι ανάπηρος.

    Большой русско-греческий словарь > изувечить

  • 43 изъездить

    -езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изъезженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. περιέρχομαι, περιοδεύω, γυρίζω (με μεταφορικό μέσο).
    2. φθείρω, καταστρέφω, χαλνώ•

    изъездить дорогу χαλνώ το δρόμο με την κίνηση τροχοφόρων•

    изъездить бричку αχρηστεύω το κάρο με τη συχνή χρήση.

    αχρηστεύομαι, χαλνώ•

    дорога -лась ο δρόμος χάλασε από την κίνηση των τροχοφόρων.

    Большой русско-греческий словарь > изъездить

  • 44 изъесть

    -ст, -едят, παρλθ. χρ. изъел
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изъеденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    κατατρώγω, τρωγαλίζω, ροκανίζω•

    моль -ла мех ο σκόρος κατάφαγε τη γούνα•

    жучок изъел мебель το σαράκι κατάφαγε τα έπιπλα•

    муравьи в труху -ли старый пень τα μυρμήγκια κατάφαγαν το παλιό κούτσουρο.

    || (για οξέα) διαβιβρώσκω, τρώγω, φθείρω, χαλνώ•

    кислота -ла ткань το οξύ έφαγε το ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > изъесть

  • 45 истереть

    изотру, изотрёшь, παρλθ. χρ..истер
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истертый, βρ: -рт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. истерши κ. истерев ρ.σ.μ.
    1. τρίβω όλο ως το τέλος•

    -сыр на тёрке τρίβω όλο το τυρί στον τρίφτη.

    || καταναλώνω, εξαντλώ, σώνω τρίβοντας•
    2. φθείρω με την τριβή. || κάνω πληγή τρίβοντας.
    3. εξαφανίζω• ομαλύνω• σβήνω τρίβοντας.
    φθείρομαι εντελώς, εξαντλούμαι, σώνομαι•

    подошва -лась η σόλα τρίφτηκε•

    резинка -лась το σβηστήρι σώθηκε•

    пиджак -ся το σακκάκι τρίφτηκε (έλιωσε).

    || καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι,•σβήνομαι•

    надпись на монете -лась η επιγραφή στη μονέδα σβήστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > истереть

  • 46 истоптать

    -опчу, -опчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истоптанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. καταπατώ, τσαλαπατώ. || λερώνω (με ακάθαρτα υποδήματα)•

    истоптать пол λερώνω το πάτωμα.

    2. φθείρω, χαλώ (από τη χρήση)•

    истоптать сапоги χαλνώ τις μΐότες.

    3. περιέρχομαι, περπατώ, γυρίζω.
    φθείρομαι, χαλνώ.

    Большой русско-греческий словарь > истоптать

  • 47 источить

    -очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. источенный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. λεπτύνω, φθείρω τροχίζοντας, τρώγω, σώνω•

    -нож σώνω το μαχαίρι τροχίζοντας το•

    источить брусок σώνω το ακόνι από το τρόχισμα.

    2. κατατρώγω, καταροκανίζω• κατατρυπώ•

    жук -ил мебель το σαράκι κατάφαγε τα έπιπλα.

    λεπτύνομαι, φθείρομαι, σώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ρ.σ.μ.
    βλ. источать.

    Большой русско-греческий словарь > источить

  • 48 исхлестать

    -ещу, -щешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исхлёстанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταμαστιγώνω, φραγγελώνω, καμουτσικίζω.
    2. φθείρω, σώνω μαστιγώνοντας•

    кучер -ал совсем кнут об лошадей μαστιγώνοντας τα άλογα, ο αμαξάς ξέφτισε το μαστίγιο.

    ξεφτίζω, φθείρομαι από το μαστίγωμα.

    Большой русско-греческий словарь > исхлестать

  • 49 исчертить

    -ерчу, -ртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исчерченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω με γραμμές, με σχεδιαγράμματα.
    2. φθείρω, σώνω•

    исчертить карандаш σώνω το μολύβι.

    γεμίζω με γραμμές, με σχεδιαγράμματα.

    Большой русско-греческий словарь > исчертить

  • 50 мызгать

    ρ.δ.μ. (απλ.) λερώνω χαλώ, φθείρω (ενδυμασία).

    Большой русско-греческий словарь > мызгать

  • 51 надорвать

    -ву, -вшь, παρλθ. χρ. -ал, -ли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надорванный, βρ: ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σχίζω λίγο, μισοσχίζω•

    лист бумаги σχίζω λίγο το φΰλλο χαρτιού•

    конверт σχίζω λίγο το φάκελλο.

    2. μτφ. βλάπτω, φθείρω, χαλνώ•

    надорвать голос χαλνώ τη φωνή•

    надорвать здоровье βλάπτω την υγεία.

    || ταλαιπωρώ, βασανίζω, καταπονώ, καταβάλλω εξασθενίζω.
    εκφρ.
    надорвать живот (животники) со смеху ή от хохота – ξεκαρδίζομαι (σπαρταρώ, λιγώνομαι) από τα γέλια.
    1. σχίζομαι λίγο.
    2. βλάπτομαι, φθείρομαι, χαλνώ•

    мешок с боку -лся το σακκί σχίστηκε λίγο στο πλευρό.

    Большой русско-греческий словарь > надорвать

  • 52 обить

    обобью, обобьшь, προστκ. обей
    ρ.σ.μ.
    1. τινάζω χτυπώντας•

    обить снег τινάζω το χιόνι•

    обить яблоки с яблони τινάζω τα μήλα από τη μηλιά.

    2. φθείρω, χαλώ τις άκρες (με κρούσεις, χτυπήματα)•

    обить края брюк χαλώ το ρεβέρ του παντελονιού.

    || βλάπτω, προξενώ πόνο με τα χτυπήματα•

    не стучите много, руки обобьте μη χτυπάτε πολύ, θα σας πονέσουν τα χέρια.

    3. καλύπτω, σκεπάζω, ντύνω καρφώνοντας• επιστρώνω ταπετσάρω.
    εκφρ.
    обить все пороги – χτυπώ όλες τις πόρτες, πηγαίνω παντού.
    (για άκρες) φθείρομαι, χαλνώ τρίβομαι•

    рукава -лись τα μανίκια τρίφτηκαν.

    || πέφτω, τρίβομαι•

    штукатура -лась ο σοβάς έπεσε.

    Большой русско-греческий словарь > обить

  • 53 обколотить

    -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обколоченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. τινάζω χτυπώντας•

    обколотить снег τινάζω το χιόνι.

    2. φθείρω, χαλώ τις άκρες με τα χτυπήματα.
    φθείρομαι, χαλώ, τρώγομαι στις άκρες• σπάζω στις άκρες.

    Большой русско-греческий словарь > обколотить

  • 54 обмызгать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмызганный, βρ: -ган, -а, -о (απλ.) τρίβω, φθείρω, ξεφτίζω, κουρελιάζω• λερώνω.
    τρίβομαι, φθείρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > обмызгать

  • 55 обносить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обношенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. φορώ (για να στρώσει)•

    обносить новый костюм φορώ το καινούριο κοστούμι για να στρώσει.

    2. φθείρω, τρίβω, σώνω, λιώνω (με τη χρήση)κουρελιάζω.
    1. κουρελιάζω•

    я весь -лся όλα μου τα ρούχα κουρέλιασαν•

    пальто -лось το πανωφόρι τρίφτηκε (κουρέλιασε).

    2. στρώνω, έρχομαι, κάθομαι καλά στο σώμα (με τη συνεχή χρήση).
    -ошу, -осишь
    ρ.δ.
    βλ. обнести.
    περιφράζομαι, περιτοιχίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обносить

  • 56 обтереть

    оботру, оботршь, παρλθ. χρ. обтр
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обтртый, βρ: -трт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. обтерев κ. обтрши ρ.σ.μ.
    1. σκουπίζω, σφουγγίζω•

    губы καθαρίζω τα χείλη•

    обтереть лицо полотенцем σκουπίζω το πρόσωπο με την πετσέτα•

    обтереть слёзы платком σκουπίζω τα δάκρυα με το μαντήλι.

    || πλύνω•

    обтереть руки спиртом πλύνω τα χέρια με οινόπνευμα.

    2. φθείρω, τρίβω, χαλνώ (με τη συνεχή χρήση).
    3. λειαίνω τρίβοντας.
    1. σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι. || τρίβομαι.• спиртом τρίβομαι με οινόπνευμα.
    2. φθείρομαι» τρίβομαι•

    брики -лись το παντελόνι τρίφτηκε.

    3. μτφ. (απλ.) συνηθίζω, τρίβομαι, αποκτώ πείρα• προσαρμόζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обтереть

  • 57 обшарпать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ξεσχίζω, φθείρω, τρίβω, χαλνώ• ξεσκαλίζω.

    Большой русско-греческий словарь > обшарпать

  • 58 обшмыгать

    ρ.σ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. об-швдганный, βρ: -ган, -а, -о (απλ.) φθείρω, τρίβω, χαλνώ, κουρελιάζω λερώνω.

    Большой русско-греческий словарь > обшмыгать

  • 59 объесть

    -м, -шь, -ест, -едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. объел, -ла, -ло; προστκ. объешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объеденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. περιτρώγω• περιτρώγω το κόκκαλο•

    объесть мясо на кости τρώγω το κρέας γύρω από το κόκκαλο•

    гусеницы -ли листья на дереве οι κάμπιες κατάφαγαν τα φύλλα του δέντρου.

    2. καταβιβρώσκω, φθείρω, καταστρέφω βαθμιαία.
    3. ξεπερνώ στο φαγί.
    παρατρώγω. || χορταίνω.

    Большой русско-греческий словарь > объесть

  • 60 отделать

    ρ.σ.μ.
    1. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ, επιμελούμαι των λεπτομερειών έργου χτενίζω. || προσδίδω μορφή, φτιάχνω κατ απομίμηση, εν είδη, σαν•

    отделать стены под дуб φτιάχνω τους τοίχους σαν από δρυόξυλο.

    || ανανεώνω επισκευάζω εκ νέου, ξεκαινουργώνω.
    2. διακοσμώ, στολίζω, ευτρεπίζω γαρνίρω.
    3. (απλ.) λερώνω• φθείρω, χαλνώ•

    отделать рубашку λερώνω το πουκάμισο.

    || μαλώνω άσχημα, στολίζω. || χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ.
    1. απαλλάσσομαι από κάτι, από κάποιον ξεφορτώνομαι.
    2. ξεφεύγω, εκφεύγω, αποφεύγω•

    отделать обещаниями ξεφεύγω με υποσχέσεις.

    3. γλυτώνω, λυτρώνομαι•

    дшево отделать τη γλυτώνω φτηνά•

    счастливо -στέκομαι τυχερός, ευτυχώς που τη γλυτώνω.

    Большой русско-греческий словарь > отделать

См. также в других словарях:

  • φθείρω — destroy aor subj act 1st sg φθείρω destroy pres subj act 1st sg φθείρω destroy pres ind act 1st sg φθείρω destroy aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθείρω — φθείρω, έφθειρα βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… …   Dictionary of Greek

  • φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθεῖρον — φθείρω destroy aor imperat act 2nd sg φθείρω destroy pres part act masc voc sg φθείρω destroy pres part act neut nom/voc/acc sg φθείρω destroy imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φθείρω destroy imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθείρῃ — φθείρω destroy aor subj mid 2nd sg φθείρω destroy aor subj act 3rd sg φθείρω destroy pres subj mp 2nd sg φθείρω destroy pres ind mp 2nd sg φθείρω destroy pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθείρετε — φθείρω destroy aor subj act 2nd pl (epic) φθείρω destroy pres imperat act 2nd pl φθείρω destroy pres ind act 2nd pl φθείρω destroy imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθειρόμεθα — φθείρω destroy aor subj mid 1st pl (epic) φθείρω destroy pres ind mp 1st pl φθείρω destroy imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθείρει — φθείρω destroy aor subj act 3rd sg (epic) φθείρω destroy pres ind mp 2nd sg φθείρω destroy pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθείρεσθε — φθείρω destroy pres imperat mp 2nd pl φθείρω destroy pres ind mp 2nd pl φθείρω destroy imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθείρομεν — φθείρω destroy aor subj act 1st pl (epic) φθείρω destroy pres ind act 1st pl φθείρω destroy imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»