-
1 φευγέτωσαν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φευγέτωσαν
См. также в других словарях:
φευγέτωσαν — φεύγω flee pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)